Τα πιο καλά παιδιά, χαθήκανε στον δρόμο.
Τα πιο φευγάτα όνειρα χαθήκαν
στη μετάφραση.
Τα πιο ωραία σχέδια μείνανε επί χάρτου.
Σε τρυφερές ηλικίες, στη δύσκολη εφηβεία, στα χαλαρά φοιτητικά χρόνια, στα πρώτα αβέβαια επαγγελματικά βήματα, σε κομβικά σημεία της πορείας, όταν ακόμα ψάχνεσαι και δεν έχει μπει το νερό στ’ αυλάκι της ζωής, είναι σχετικά πιο εύκολο να παρεκτραπείς. Και αν γίνει το ντεμπούτο στο κακό, το ένα λάθος φέρνει τ’ άλλο με μαθηματική ακρίβεια και γεωμετρική πρόοδο.
Η κακιά στιγμή, ένας λάθος άνθρωπος, μια εσφαλμένη επιλογή, είναι πολλές φορές αρκετά για την καταστροφή. Και πας ντουγρού για τον γκρεμό καβάλα στο άλογο της λαγνείας. Γιατί ο έρωτας, ως γνωστόν, είναι αυτό που κάνει ένα σοβαρό άνθρωπο να γυρίζει ξυπόλητος στους δρόμους με το δάχτυλο στο στόμα! Μια ερωτική απογοήτευση, η ξαφνική απόρριψη, ο άνευ προφανούς λόγου χωρισμός, σε τρελαίνει. Αισθάνεσαι ότι ένας διακόπτης γυρίζει μέσα σου. Σαν να ήρθε για σένα το τέλος του κόσμου. Τίποτα πια δεν έχει νόημα. Χωρίς το αντικείμενο του πόθου σου, όλα μοιάζουν άχρωμα, άοσμα, άγευστα. Σαν η γη να μην γυρίζει πια. Σαν να σταμάτησε για πάντα ο χρόνος.
Και βγάζεις ξαφνικά τον χειρότερο εαυτό σου. Κι αν σε πάρει η κατηφόρα, δεν έχει σταματημό. Δίνεις μιά και τα γκρεμίζεις όλα. Σε τραβάει σα ρουφήχτρα η ηδονή της λάσπης. Τινάζεις στα καλά καθούμενα στον αέρα τα πάντα. Και δουλειά και σπίτι και φίλους. Σου φταίνε βλέπεις όλα και τίποτα. Γίνεσαι απαισιόδοξος και αυτοκαταστροφικός. Τιμωρείς τον εαυτό σου που δεν κατάλαβες εγκαίρως τι παίζει. Που την πάτησες σα βλάκας. Που πόνταρες σε άλογο κουτσό. Που πίστεψες τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα. Αυτομαστιγώνεσαι ανελέητα. Λύνεις τα φρένα κι όπου σε βγάλει. Σε γκρεμό ή στον τοίχο…
Μα ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό. Όλοι λίγο-πολύ το έχουμε νιώσει αυτό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν κάτσαμε στ’ αυγά μας. Οργώσαμε την άσφαλτο της πόλης από μικρά παιδιά. Η πλατεία Κυψέλης και η Φωκίωνος Νέγρη μας ξέρουν και τις ξέρουμε καλά. Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα, από τα δεκατέσσερα, πάνω κάτω την Πατησίων. Όχι ακραία πράγματα. Κομψή αλητεία. Τσιγάρα και μπύρες στα παγκάκια. Μπουρδελότσαρκες. Κόντρες με τα παπάκια με τις κομμένες εξατμίσεις. Χαζομαγκιές, τσαμπουκάδες, γκομενοδουλειές, ατελείωτες ώρες φραπέ και τάβλι στην πλατεία. Παιδιαρίσματα και αλητείες. Και τα χρόνια πέρασαν, ευτυχώς, χωρίς μη αντιστρέψιμες απώλειες.
Ίσως βέβαια δεν γίναμε κομιλφό (comme il faut). Ίσως δε γίναμε πολύ καθώς πρέπει. Ίσως και να γίναμε, τελικά, αυτοί που οι γονείς μας, δεν μας άφηναν να τους κάνουμε παρέα…
ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΡΜΙ ΤΗΣ ΚΥΨΕΛΗΣ
Ήμουν ένα ήσυχο φρόνιμο παιδί
κι είμαι ένα βήμα από το κελί
ήθελα μονάχα να με αγαπάς
μ’ έκανες σκουπίδι, στο γκρεμό με πας.
Υπερόπτης, ζηλιάρης, οργίλος
καυγατζής, πονηρός, ερωτύλος
άπληστος, λάγνος, τεμπέλης
το χαμένο κορμί της Κυψέλης.
Όλα τ’ αμαρτήματα
και τα πιο θανάσιμα
στης καρδιάς το μέρος
κρέμασα παράσημα.
Τη δουλειά παράτησα
πίνω και καπνίζω
ξενυχτάω άσκοπα
κι όλη μέρα βρίζω.
Ήμουν ένα ήσυχο φρόνιμο παιδί
κι είμαι ένα βήμα από το κελί
ήθελα μονάχα να με αγαπάς
μ’ έκανες σκουπίδι, στο γκρεμό με πας.
Υπερόπτης, ζηλιάρης, οργίλος
καυγατζής, πονηρός, ερωτύλος
άπληστος, λάγνος, τεμπέλης
το χαμένο κορμί της Κυψέλης.
Το jukebox του Αμπαζή
ΚΥΨΕΛΗ
ΟΡΦΕΑΣ ΠΕΡΙΔΗΣ
Στο καφενείο στην Κυψέλη
ανταμώσανε τα μέλη
ούζο, τσιγάρο, τέλη Σεπτεμβρη
βαθύ ποτάμι, Φωκίωνος Νέγρη.
ΚΥΨΕΛΗ
ΜΑΡΙΝΑ ΣΠΑΝΟΥ
Αν δεν ήμασταν δειλοί
Το βαλς αυτό θα ‘χε άλλη πλοκή
Στην Κυψέλη ένα δυάρι
Θα ‘χαμε όλα τα «μακάρι».
ΚΥΨΕΛΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΒΕΛΑΣ, ΑΝΝΑ ΒΙΣΣΗ
Τη νύχτα εγώ κι εσύ, ανηφόρα μου,
κι από κάτω η Αθήνα με τα μάτια κλειστά,
πάντοτε θα σε θυμάμαι, ανηφόρα μου,
εσύ μονάχα ξέρεις όλα μου τα μυστικά,
από παιδί.
Κι όταν κάτι μου τύχει, όταν κάτι συμβεί,
στην Κυψέλη, πάντα πίσω, κάτι με πηγαίνει,
στην Κυψέλη, η ανηφόρα μου με περιμένει.
ΣΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ
ΤΑ ΠΑΙΔιΆ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ
Στην Κυψέλη στο Παγκράτι
Νέα Σμύρνη και Μοσχάτο
για να σε βρω έχω κάνει
την Αθήνα άνω κάτω.
ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ ΓΩΝΙΑ
ΑΛΚΗΣ ΑΛΚΑΙΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΗΤΡΟΠΑΝΟΣ
Με ακόρντα λα μινόρε προς γκρίζο
καμηλιέρικα τραγούδια σου σφυρίζω
σαν μικρός λαχειοπώλης ώρα μία
Πατησίων και Παραμυθιού γωνία.
Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΝΝΑ ΚΑΤΣΑΓΙΩΡΓΗ
Τη μέρα που γεννήθηκα
με πήρανε τρεις γύφτοι
και στράτα στράτα με έφεραν
εδώ στον Ποδονίφτη.
Τα σπίτια τότε φτωχικά
ξεσκέπαστο το ρέμα
το γάλα ήταν όνειρο
και παραμύθι η κρέμα.