Βράδυ 31ης Δεκεμβρίου. Κοντά στα μεσάνυχτα. Το έτος που κοντοζυγώνει δεν έχει σημασία. Το φως έρχεται τρεμάμενο από τα λαμπάκια του κλαδιού που στόλισα φέτος.
Έγραψα το γράμμα σε μία λευκή κόλλα Α4. Η μπροστινή πλευρά γέμισε. Η πίσω έφτασε περίπου στα δύο τρίτα. Το μαύρο μου πενάκι έσταζε πάνω στο χαρτί με ρυθμούς δεκαπλάσιους από τις σταγόνες του ερκοντίσιον που είχα αναμμένο για να ζεσταίνομαι. Στις τέσσερις γωνίες της κάθε πλευράς του χαρτιού ζωγράφισα μικρά λουλουδάκια. Αν είχα τζάκι μπορεί και να το έκαιγα λίγο πριν φτάσω στο τέλος, δακρυσμένη, για να γίνει λίγο μελό η κατάσταση, αλλά στα σπίτια αυτά που μένουμε δύσκολα θα βρεις τζάκι. Ένα θορυβώδες ερκοντίσιον και πολύ μας είναι. Ίσα για να κρατάει το ρυθμό και να έρχεται ο λογαριασμός της ΔΕΗ… ληξιπρόθεσμος. Ξεκίνησα να γράφω μετά από απαίτηση της φωνής του τρίτου ορόφου που μέσα σε μία κουβέντα με ανεβασμένους τόνους ακούστηκε να λέει «πες και τίποτα, μόνο να τρως ξέρεις». Οι πρώτες λέξεις βγήκαν αβίαστα. Τριάντα μία Δεκεμβρίου. Αγαπητ… εδώ δυσκόλεψαν τα πράγματα. Σε ποιον ή ποια θέλω να γράψω; Αποφάσισα πως αυτό θα το σκεφτώ στο τέλος και συνέχισα με την πρώτη πρόταση που διατύπωνε σαφώς την επιθυμία μου να θυμηθώ τη φωνή της γιαγιάς μου.
Στο φούρνο είχα ένα κοτόπουλο να ψήνεται με πατάτες κομμένες σε μεγάλα μισοφέγγαρα. Η τσαγιέρα έλεγε κι αυτή τα δικά της. Πέρασα από δίπλα της προσπαθώντας να μιμηθώ το σφύριγμά της, αλλά κατέληξα να σφυρίζω το «μήλο μου κόκκινο ρόιδο βαμμένο». Το κοτόπουλο ήθελε ακόμη κάνα τέταρτο σίγουρα και είπα πως μέχρι τότε θα έπρεπε να έχω ξεμπερδέψει με το γράμμα για να κάτσω να φάω σαν άνθρωπος. Έβαλα το χρονόμετρο στο κινητό να μετράει αντίστροφα 15 λεπτά. Δεν είπα κάτι φοβερό στο γράμμα τελικά. Μίλησα για το χωριό μου, για τα τριζόνια, τις ασβεστωμένες εκκλησίες, το ψωμί του φούρνου που δεν τρωγότανε αλλά το τρώγαμε, τις τηγανιτές μελιτζάνες και τις πιπεριές μέσα σε κόκκινη σάλτσα, τα λεφτά που έκλεβα από τις τσέπες του κρεμασμένου παντελονιού του παππού στην καρέκλα, τα κρυφά τσιγάρα και τα αγόρια εκείνα που μοιάζανε δέκα χρόνια μεγαλύτερα από την ηλικία τους και είχανε στο βλέμμα τους το χρώμα του άφοβου. Στη γιαγιά μου δεν ξαναναφέρθηκα ποτέ. Άνοιξα τον κιτρινισμένο τηλεφωνικό κατάλογο που είχα εδώ και χρόνια στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης, φόρος τιμής στην εποχή του χαρτιού. Κοίταξα το χρονόμετρο του κινητού. 8 δευτερόλεπτα, 7, 6, 5, 4, 3, 2, 1… το δάχτυλο μου σταμάτησε πάνω σε ένα τυχαίο όνομα. Παραλήπτης – Κοτόπουλο – Καινούριος χρόνος σημειώσατε χι.