Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ονειροπόλο παιδάκι που το έλεγαν Βρασίδα. Ο Βρασίδας λοιπόν, προσπαθούσε καθημερινά να χαροποιεί τους γονείς του όντας («πρωτίστως») καλό παιδί και («δευτερευόντως») άριστος μαθητής.
Διέπρεπε στα γράμματα, στις ξένες γλώσσες… καλές τέχνες και κλασσικό αθλητισμό…!
«Όλα για την προκοπή του Βρασίδα μας», επαναλάμβανε η μητέρα του στις φίλες της και ακουμπούσε τελετουργικά το λεπτό πορσελάνινο φλιτζάνι του καφέ στο πιατελάκι με το λουκούμι – τριαντάφυλλο στην άκρη.
Κάθε αναγνώριση γι΄αυτόν ήταν γιορτή!
Πάντα πρόθυμος να διαθέσει για αντιγραφή το γραπτό του στα διαγωνίσματα και πάντα πρώτος στις «συλλογικές» κατσάδες και τους τιμωρητικούς μηδενισμούς…
Ρουφώντας με πάθος τις γνώσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης διάβηκε το πανεπιστημιακό κατώφλι σκορπώντας ρίγη συγκίνησης στον κύκλο του. Έτη και έτη μελέτης, επαναλήψεων, θυσιών τελεσφόρησαν. Ο αμετανόητος Βρασίδας συνέχισε και ως φοιτητής τον ίδιο χαβά παρακολουθώντας ανελλιπώς τις παραδόσεις μαθημάτων, τα εργαστήρια και βοηθώντας τους συμφοιτητές του σε πάσης φύσεως ομαδικές ή …ατομικές εργασίες (τους).
Ντυμένος στο χακί, ο υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός Βρασίδας δεν άλλαξε ούτε στην Kόρινθο («έλα μάνα να με δεις…») ως νεοσύλλεκτος, ούτε στην Κρήτη («ΥΕΑ, ΥΕΑ, σε 2 βδομάδες ΔΕΑ»), ούτε στον Έβρο. Φιλόπατρις, ευσυνείδητος, υπεύθυνος καβάτζωνε τους πάντες και τον «έχωναν» όλοι! Πρόθυμος στην αγγαρεία και στην υπηρεσία, παρών στην ανάληψη ευθύνης και στις αντίστοιχες καμπάνες, σπανίως αδειούχος-εξοδούχος. Ήταν ο «προβλεπόμενος» Βρασίδας. Όλες οι σειρές του πήραν αργά ή γρήγορα μια καλή μεταθεσούλα για κάποιο αστικό κέντρο. Μόνον ο Βρασίδας πήρε απολυτήριο από τη Χελιδώνα, στον Έβρο, εκεί δίπλα στου χάρτη την (πάνω-δεξιά) πινέζα…
Η αγορά εργασίας τον περίμενε με ανοικτές αγκάλες. Το όνειρο μιας «καλής δουλειάς» είχε πάρει σάρκα και οστά. Γρήγορα όμως συνάδελφοι και προϊστάμενοι τον πήραν χαμπάρι. Οι απλήρωτες υπερωρίες έπεφταν βροχή ενώ τα σαββατοκύριακα ο Βρασίδας πέρναγε από το γραφείο για κάτι εκκρεμότητες… (των άλλων).
Όμως, εδώ πρέπει να σας αφήσω γιατί χτυπάει το τηλέφωνο και πρέπει να το σηκώσω. Ίσως είναι ο Βρασίδας, ίσως ξεχείλισε το ποτήρι του και ψάχνει μια παρέα για να κάτσει και να… βρίσει (με αναδρομική ισχύ φυσικά) τον υποδιοικητή της μονάδος, τον βοηθό του Καθηγητού, τον κύριο Αναπληρωτή Γενικό, το «συνάδελφο». Ίσως θέλει να μου «τα πει» κι εμένα ένα χεράκι! Ας μην του χαλάσω το χατίρι… Ας τον ακούσω.
Όλοι χρωστάμε κάτι ψιλά σε κάποιους Βρασίδες…