Στα 1995 ο Jose Sarmago έγραψε το “περί τυφλότητος” ένα βιβλίο που του χάρισε το βραβείο Νόμπελ και έγινε μοιραία ένα κλασικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Σε έναν άγνωστο τόπο, σε μια απροσδιόριστη εποχή, ένας άνδρας σταματά σε ένα φανάρι και αντιλαμβάνεται ότι έγινε τυφλός. Η αιτία του γεγονότος είναι άγνωστη, αλλά από εκεί και μετά η “αρρώστια” αυτή μεταδίδεται και η ανεξήγητη επιδημία σκορπίζει τον τρόμο. Ένας μετά τον άλλο οι άνθρωποι τυφλώνονται.
Μια πηχτή, γαλακτώδες ομίχλη καλύπτει τα μάτια στους άτυχους πολίτες και η κυβέρνηση, στην προσπάθεια να περιορίσει την επιδημία, συλλαμβάνει τους αρρώστους και τους φυλακίζει σε ένα εγκαταλελειμμένο τρελοκομείο. Από τότε είμαστε θεατές μιας απίστευτης σειράς κτηνωδών πράξεων, με ομαδικούς βιασμούς, δολοφονίες, εκβιασμούς και ατέλειωτη βία.
Η ανθρώπινη μιζέρια πρωταγωνιστεί σε όλη την διάρκεια του βιβλίου και ο Jose Saramago περιγράφει έτσι μια κοινωνία η οποία, χωρίς καμιά αίσθημα αλληλεγγύης και αλτρουισμού, μπορεί μόνο να αποδώσει τα κτηνώδη ένστικτα που πάντα ήταν κρυμμένα κάτω από την ψευδαίσθηση ενός επιφανειακού πολιτισμού και ενός ρητορικού ορθολογισμού.
Ακούω τα έκτακτα δελτία ειδήσεων αυτές τις μέρες: μια καινούρια ίωση σκορπίζει παγκόσμια τον πανικό, ένα πρωτόγνωρο μεταναστευτικό κύμα τρομάζει την Ελλάδα και την Ευρώπη. Και σε αυτή την περίπτωση η αντίδραση της κοινωνίας και της κυβέρνησης είναι απαράδεκτη και αδικαιολόγητη.
Κανένας σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τυφλή υπεράσπιση του προσωπικού συμφέροντος, απόλυτη αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή. Ρατσισμός και βλακώδη ηλιθιότητα. Καμιά απολύτως ανθρωπιά!
Όπως έλεγε ο Saramago: “δεν έχουμε γίνει τυφλοί . Πάντα ήμασταν. Τυφλοί που κοιτάνε χωρίς να βλέπουν“…
Umberto Davoli