Ο Χρήστος, 52 χρονών σήμερα, έζησε την εποχή των αμφιλεγόμενων αμερικάνικων βάσεων στα νότια προάστια, πιο συγκεκριμένα στη Γλυφάδα. Το σπίτι του ήταν δεκαετίας 50-60, όπου όλο το σόι μοιραζόταν μια κοινή αυλή, καθένας σπίτι του και ταυτοχρόνως όλοι μαζί. Όταν μπήκε στην εφηβεία άρχισε να τρελαίνεται με τη μουσική, να συλλέγει, ν’ αγοράζει δίσκους, να γράφει κασέτες, να συνδέει καλώδια να κάνει μετατροπές και να τεστάρει τα ηχοσυστήματα, δοκιμάζοντας τα αυτιά τα δικά του, αλλά και των γειτόνων.
Του παραχωρήθηκε το σπιτάκι της θείας του όταν εκείνη έφυγε, κι εκεί έφτιαξε το βασίλειο του με τοίχους γεμάτους σελίδες κομμένες από περιοδικά της εποχής. Γυναίκες, άντρες, τοπία με περίεργη, εξτραβαγκάντ αισθητική.
Στη δεκαετία του ‘80 το να είσαι «φρικιό» ήτανε κάτι που έκανε αίσθηση οπότε οι punk, goth, rock, προκλητικές, στυλιστικές εμφανίσεις υιοθετούνταν μόνο από προοδευτικούς καλλιτέχνες και pop είδωλα της εποχής (και όχι από «το παιδί της διπλανής πόρτας»).
Το πρωί δούλευε συνεργείο, οικοδομή, μηχανικός αυτοκινήτων και το απόγευμα πήγαινε σχολείο. Του αρέσαν περισσότερο οι δουλειές στις οποίες πρέπει να χρησιμοποιείς τα χέρια σου και να έχεις κάποια ταχύτητα.
Την ώρα που δούλευε, τον βόλευε να έχει το τσιγάρο στο αυτί, το βιομηχανικό (δεν έπαιζε καπνός) winston/marlboro κόκκινο. Φορούσε το τζιν το ψηλόμεσο και κάτι περίεργα μπλουζάκια με διαγώνιες ρίγες, λαχούρια, έντονα χρώματα, ακόμα και διχτυωτό κοντομάνικο με φανελάκι από μέσα.
Οδηγούσε κάθε είδους παπί και είχε τεράστιες παρέες.
Ο Χρήστος περίμενε Παρασκευή να πληρωθεί να πάει ν’ αγοράσει δίσκο, του οποίου το όνομα δε γνώριζε, αλλά θα το τραγουδούσε στον υπάλληλο. Το ψάχνανε με αγωνία, το άκουσε στη ντίσκο ή στο ραδιόφωνο.
Στο συνεργείο είχε δική του κασέτα που τοποθετούσε στο κασετόφωνο κάθε αυτοκίνητου το οποίο έφτιαχνε, μα καμιά φορά άκουγε αυτή που υπήρχε ήδη στ’ αμάξια Αμερικάνων… κι έτσι ανακάλυψε τη funk, την «αμερικέν» μουσική της εποχής!
Του την έσπαγε πολλές φορές που έπρεπε να φύγει λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα, που άνοιγε το πρόγραμμα στη ντίσκο με ξεσηκωτική οπτικοακουστική εισαγωγή…Τα εφέ με λέιζερ και μηχανήματα καπνού μόλις είχαν έρθει στην Ελλάδα και η φάση θύμιζε μυσταγωγία. Σηκωνόταν πρώτος να χορέψει, δε ντρεπόταν, είχε καθρέφτες στην πίστα, μπορούσες να βλέπεις τον εαυτό σου.
Ο χορός ήταν μεγάλο ατού, να ξέρεις να κάνεις κινήσεις και φιγούρες, που δεν τις λες και εύκολες. Μα έτσι ένιωθε το κομμάτι που του άρεσε, με όλες του τις αισθήσεις. Στα μεγάλα μαγαζιά οι dj’s μιλούσαν σε μικρόφωνα, λέγαν τίτλους, ημερομηνίες κι ό,τι τους κατέβαινε, τα έγραφαν σε κασέτες και τα πουλούσαν, μα ήταν ακριβές.
Οι ροκάδες φίλοι, του ‘λέγαν «άντε ρε καρεκλά», αλλά στα πάρτι που οργάνωνε με φίλους σκάγαν μύτη όλοι ανεξαιρέτως και χόρευαν και φλέρταραν και γέλαγαν και κάναν και πολλές βλακείες (που δε θα τις λέγαν στα παιδιά τους μετά).
Όταν αγαπούσες τη μουσική είχες να περάσεις πολλά στάδια κόπου και ιδρώτα μέχρι να «πέσεις» στο κομμάτι που ερωτεύτηκες (χωρίς ίντερνετ, χωρίς το πάτημα ενός κουμπιού, χωρίς ψηφιακό ήχο, χωρίς να ξέρεις καλά αγγλικά και χωρίς να σε αφήνουν οι γονείς σου να «αγιάσεις»).
Τα κορίτσια – πέρα ότι δύσκολα να μείνουν έξω μετά τις 12- ήταν «περικυκλωμένες» από τον αδερφό ή τον ξάδερφο ή την μαμά που ήταν η «φρουρά, φρουραααά», οπότε θα έπρεπε να είσαι προσεκτικός και να μάθεις πολλά για εκείνη πριν την πλησιάσεις. Για να πάρεις τηλέφωνο, σπίτι της έπρεπε να βάλεις κάποιο περαστικό θηλυκό να πει ότι είναι φίλη της.
Σήμερα, ο τύπος αυτός μένει ακόμη στην ίδια περιοχή και έχει δυο κόρες. Ακούει μουσική, ξεκουφαίνει τους γείτονες, έχει ηχοσυστήματα με καθαρό ψηφιακό πλέον ήχο στο σπίτι.
Ακόμη, έχει δίσκους Cure, Depeche Mode, Dire Straits, Pink Floyd και πολλούς άλλους italo disco και funk, που συλλέκτες θα «σκότωναν για να έχουν»!