Αν ήσουν ένας σκηνοθέτης δε θα ήταν ωραία ιδέα να έφτιαχνες μια σπονδυλωτή ταινία με ρεβεγιόν; Τελείως διαφορετικές μεταξύ τους προσεγγίσεις. Η ζωή έχει από όλα όπως θα διαβάσετε στις επόμενες σελίδες. πέντε διαφορετικά σενάρια… Κάποιο θυμίζει ταινία του ιταλικού κινηματογράφου.
Άλλο Αλμοδοβάρ στα όρια του ακατάλληλου. ακόμα και επιστημονική φαντασία με αυτονομοποίηση ιντερνετικών ηρώων. Άλλη σαν εκμυστήρευση από τις σελίδες ημερολογίου ενός κοριτσιού. Τέλος έχουμε και μαύρη ανατρεπτική κωμωδία. Σε ένα ρεβεγιόν όλα μπορούν να συμβούν. Όπως άλλωστε και στην ζωή. Τελικά μήπως παίζουμε σε ταινία και απλώς δεν το ξέρουμε;
Ωδές και θραύσματα
M’ αρέσει, μου ταιριάζει η μουντάδα και η σκοτεινιά τούτης της βροχής. Το ακίνητο της ατμόσφαιρας. Τα πουλιά στις εσοχές. Ο καθρέφτης του νερού. Οι νοτισμένες επιφάνειες. Οι μυρωδιές. Τα χρώματα του αμπέλωπα. Μελώνω. Θέλω να μ’ αγκαλιάσω και να με χορέψω. Όψιμος Τζην Κέλλυ. Στη βροχή. Στη βροχή; Ναι στη βροχή, με τις σταγόνες της να γίνονται ένα τα δάκρυά μου. Κλαίω αλλά τι νόημα έχει; Ποιός το ξέρει;
Κανείς, ούτε και συ…. που αποστέργεις τη βροχή… Με βοηθάει όμως να είμαι αλλού. Σε κείνες τις μέρες τις γιορτινές, τις χαρούμενες, τις χριστουγεννιάτικες, σαν αυτές που έρχονται κάθε χρόνο τέτοια εποχή πάλι και πάλι και πάλι. Λες και τους χρωστάω και έρχονται κάθε χρόνο για τα δανεικά. Σχεδόν πάντα με τη βροχή τους.
Κλωθογυρίζω σε κείνα τα δικά μας ρεβεγιόν με όλη την οικογένεια παρούσα. Μαζί. Σπίτι σου. Απαγορεύονται οι απουσίες, βλέπεις ήταν νωρίς για να αρχίσουμε να μετράμε απώλειες. Βρέχει.. Όμορφα είναι. Βράδυ παραμονής… Όλα έτοιμα. Ευχές, κάλαντα, φώτα. Ζέστη και ανθρώπινη επαφή. Χαμόγελα, αγκαλιές, και…. με χτύπησαν τα τακούνια… άναψε τα κεριά.. που είναι το τριγωνάκι;
Ήμουνα φέτος καλό παιδί; Αργεί ο Αη Βασίλης;… μαμάάάά… δεν ακούτε το κουδούνι;… καλώς τους, χρόνια πολλά……. Μοσχοβολούν οι ευχές αγάπη και αλήθεια. Δώρα και φιόγκοι πολύχρωμοι κάτω απ’ το δέντρο… μπαλόνια… φύγετε από κει, δεν ήρθε η ώρα… θα τα πάρει πίσω ο αη Βασίλης… ας τολμούσε… παιδιά ανυπόμονα και βιαστικά, εμείς πάμε πίσω; Κείνα τα χαμόγελα, κείνες οι ευχές, κείνες οι παρουσίες ακιδογράφημα στη μνήμη. Ελάτε, ώρα για τα δώρα!!!!
Σμήνος τα μικρά μας με απλωμένα χεράκια, πρώτα το δικό μου, εγώ είμαι πιο μεγάλος, εσύ το πήρες πρώτος πέρσι. Στράφι το εντυπωσιακό περιτύλιγμα, δεκάδες τα καρούλια κορδέλας, απ’ τα χαράματα να στολίζω τα κουτιά.. Προηγούνται οι παππούδες, οι γονείς και θείοι, αχ αυτό που ήθελα… πως μ΄ αρέσει… σου πάει υπέροχα… δεν το ανοίγω να μη χαλάσω το αμπαλάζ… και του χρόνου… το χρώμα μου…
Ευχές, πάντα ίδιες, ….υγεία, καλή πρόοδο στα παιδιά, και του χρόνου και σεις με ένα μωράκι…. Πραγματικότητα η ευχή. Βυζασταρούδι το μωρό τις επόμενες γιορτές. Βρέχει ακόμη. Τι πειράζει; Τραπέζι γιορτινό, ευωδιάζει χαρά, παρουσίες, χαμόγελα. Κάθε χρόνο, για πολλά χρόνια.
Ανοίξτε την πόρτα να μπει ο καινούργιος χρόνος!!! Ποδαρικό από τα βλαστάρια μας!!! Παιδομάνι στην εξώπορτα, χοχλαστές φατσούλες, δεν τον είδαμε, πως μπήκε; που είναι; Μένουν αναπάντητες οι ερωτήσεις μέσα στη χαρά. Του χρόνου πάλι θα ξαναεκφραστούν με άλλη βαρύτητα. Να ψάλουμε τα κάλαντα, πριν το δείπνο!! Όρθιοι προς τιμήν της νεογέννητης χρονιάς.
Νοστιμιές μοσχομυρίζουν, πιατέλες γεμάτες καλούδια, βαλσάκι στροβιλιστό, παιδιά μην τσακώνεστε, σταμάτα να τρως!, να τσουγκρίσουμε για την καλή χρονιά, ώρα για ευωδιαστή βασιλόπιτα, όσα παιδιά τόσα φλουριά- οικογενειακή παράδοση, χειροποίητα γλυκά, όχι άλλο θα πονέσει η κοιλίτσα σου, τα τυριά στο ψυγείο μη χαλάσουν…
Χαρτάκι, για το καλό, μην κλέβεις, πάλι εσύ τη μάνα; Τα κέρδη στα παιδιά. Ξημερώνει γλυκά, από τώρα θα φύγουμε; γκρινιάζουν νυσταγμένα ματάκια, καληνύχτα, Καλές Γιορτές και του χρόνου πάλι μαζί, όλοι εδώ, χρόνια πολλά… θα τα πούμε σε λίγες ώρες. Νοτερές νύχτες μαγικές, η Γέννηση, η Πρωτοχρονιά, κάντιο η ψυχή. Καιροί επαναλαμβανόμενοι, ίδιοι, λαμπεροί, λίγες ρυτίδες μόνο έφερνε ο Αη Βασιλάκης και βροχή. Σχεδόν πάντα διάβροχος ο ερχομός του.
Κι ήρθε Χρονιά δυσβάσταχτη με την ζωντανή απουσία σου. Συμβάν βίαιο. Άφευκτη επιλογή, χωρίς αλτερνατίβα. Σε άλλα μέρη μακρινά, χιλιόμετρα πολλά να γράφει το κοντέρ για να σε δω. Απόσταση. Μισώ τις αποστάσεις, παρεμβάλλονται και αφαιρούν μικρές στιγμές καθημερινότητας. Τίποτα πια δεν είναι το ίδιο. Εσύ εκεί και γω εδώ. Μικροί ερχομοί . Δέματα πάνε κι έρχονται.
Τηλέφωνα, φωτογραφίες πως μεγάλωσε το παιδί, πάει σχολείο πιά… μπουσούλησε ο μικρός;, πέθανε η θεία, δεν έχουμε πολύ λάδι φέτος, να σου στείλω μέλι; κλαδεύτηκαν τα δέντρα… Καιρός άσπλαχνος.. κάθυγρος τέτοιες μέρες. Λατρεμένος και ευεργετικός υετός για να ηρεμήσει τον πελελό νου. Δεν θα έρθουμε τα Χριστούγεννα… τα παιδιά… οι δουλειές.. ο καιρός.. πάντα ο καιρός εμπόδιο στις σχέσεις.
Λόγια σταχτιά και μουσική παράπονο. Θραύσματα μνήμης από άλλες εποχές… Λυγμοί για κείνα που δεν έχουν πισωγύρισμα… Να ξανασάνει ο νους και να ξορκίσει τους δαίμονες του… Ξεπλένει τα δάκρυα η βροχή κι ας την εχθρεύεσαι… Ο Τζην Κέλλυ έχει οσφυαλγία και δυσκολεύεται…
Σπιλιάδα, όλα ξεκάθαρα πια! Ευχές για αυτά που θα’ ρθούν. Χρόνια Πολλά, Χρόνια Γερά, Χρόνια Πολύτιμα. Χρόνια Μοναδικά, Χρόνια Γελαστά και Χαρούμενα. Να είσαι καλά και ας είσαι κατάμακρα.
Σ΄ αγαπάω και μου λείπεις. Εγώ.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Τα Χριστούγεννα του Dyno
O Dyno είναι ο φίλος μας ο δεινοσαυράκος. Αυτός που εμφανίζεται σε μικρογραφία όταν έχει διακοπή το σήμα του διαδικτύου. Ο Dyno δεν σταματά να εργάζεται ποτέ, ούτε μέρα ούτε νύχτα. Δεν γνωρίζει ωράριο, σύνορα, δεν μιλάει ελληνικά και σίγουρα δεν έχει φίλους. Ούτε και σχέση. Είναι δοσμένος στη δουλειά του, στην αποστολή του.
Το μεγάλο παράπονό του είναι αυτό παρ’ όλα αυτά. . . Ο δύστυχος ο Dyno είναι αναγκασμένος να είναι εκεί πάντα και παντού. Για σένα, για μένα, για όλους, αλλά ποτέ, ποτέ όμως, για τον ίδιο. Όχι τώρα, χρόνια τώρα.
Ο δύσμοιρος ο Dyno πολύ θα ήθελε κι αυτός να αποκτήσει η ζωή του λίγο χρώμα. Να γευτεί για μια στιγμή, μια τόση δα μικρή στιγμή, το πως είναι να περνάει κανείς χρόνο με τον εαυτό του. Πως είναι να διασκεδάζει με φίλους ή ακόμα καλύτερα να έχει μια ερωτική σχέση.
“Ψιλά γράμματα” σκέφτεται κάθε φορά για όλα αυτά. “Όλα αυτά δεν υπάρχουν, είναι μόνο στη φαντασία μου”. Και συνεχίζει πιστός, ακούραστος την εργασία του.
Μια μέρα λοιπόν, μια μέρα διαφορετική, εκεί στο σεργιάνι στο χάος του διαδικτύου, αφοσιωμένος στο να εμφανίζεται μόνο εκεί που πρέπει, οσμίστηκε κάτι. Κάτι εντελώς διαφορετικό από τα συνηθισμένα μέχρι τώρα γι’ αυτόν. Ήταν ένα ξεχωριστό άρωμα, πρωτόγνωρο για εκείνον. Τον έκανε να νιώσει για πρώτη φορά ευάλωτος. Ευάλωτος μα ευτυχισμένος. Κάτι έσπαγε την ηρεμία, ανατάρασσε τη σκέψη και ταρακουνούσε την καρδιά του φίλου μας. Ναι!…
Δεν διέκρινε όμως κάτι και για αυτό κράτησε στη μνήμη του αυτή την υπέροχη αίσθηση και συνέχισε, προβληματισμένος και αποδιοργανωμένος την δύσκολη δουλειά του. Οι μέρες περνούσαν, το ερωτηματικό μεγάλωνε καθώς και η θέληση του να βάλει ένα τέλος στο λαβύρινθο αυτό της σκέψης του. Ήθελε τώρα με όλη του την καρδιά, να λύσει αυτό το μυστήριο που δεν ήξερε πια αν ήταν αποκύημα της φαντασίας του, ή πραγματικότητα.
Ένα βράδυ λοιπόν μετά από κάμποσα, ώρα Ελλάδας περασμένη, ο Dyno αποκαμωμένος, απογοητευμένος και βαρύς, άκουσε από μια απρόσμενη κοιλάδα του διαδικτύου μια φωνή. Μια χαρούμενη φωνή, γυναικεία, που μόνο στο άκουσμά της ο φανταστικός φίλος μας ανατρίχιασε.
Κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει και το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. “ Ή τώρα ή ποτέ “ σκέφτηκε, και γεμάτος περιέργεια μα και θαυμασμό που κάτι επιτέλους έσπαγε τα δεδομένα της ζωής του, όρμησε προς το μέρος της γλυκιάς αυτής, ονειρικής φωνής.
“ Έ Dyno, εδώ είμαι! “ ακούστηκε….
Ήταν μια υπέροχη, θαυμάσια δεινοσαυρίνα. Τον περίμενε καρτερικά να φτάσει κοντά της… Όταν πια αντάμωσαν για πρώτη φορά η ζωή τους άλλαξε νόημα μέσα σε μισό δευτερόλεπτο. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν, ξανά και ξανά, όλο το βράδυ με ανείπωτο πάθος!
Αυτή ήταν η βραδιά των Χριστουγέννων του Dyno και της Νίνας της δεινοσαυρίνας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΙΩΤΗΣ
Το μουσικό κουτί
Oι Πρωτοχρονιές μας ήταν πάντα οικογενειακή υπόθεση. Δύο κόρες έχει ο πατέρας μου, μας ήθελε πάντα κοντά μου. Και τη βγάζαμε η αδερφή μου και εγώ με τις πιτζάμες να βλέπουμε Το ταγκό των Χριστουγέννων οκλαδόν στο καλό το χαλί που έστρωνε η μάνα μου για τέτοιες περιστάσεις στο σαλόνι. Ξέρεις, αυτό με τους κόμπους.
Σε αυτή τη στάση να τρώμε παϊδάκια με τζατζίκι όλο το βράδυ και να γελάμε με τον παππού που τον έφερνε η μάνα μου κάθε χρόνο με το ζόρι και άρχιζε να γκρινιάζει ότι θέλει να πάει σπίτι του να κοιμηθεί από τις δέκα. Και στις δώδεκα και ένα να κόβουμε τη βασιλόπιττα σε τέσσερα μεγάλα κομμάτια- του Χριστού δεν κόψαμε ποτέ στο σπίτι μας και ο παππούς ποτέ του δεν έμεινε ως τις δώδεκα. Αγωνία για το φλουρί ποτέ δεν υπήρξε, 24 Πρωτοχρονιές έχω κάνει σε αυτό το σπίτι, 24 φλουριά έχει κερδίσει ο πατέρας μου!
Η καλύτερη όμως που μπορώ να θυμηθώ ήταν εκείνη του 2000. Εγώ ήμουν δέκα χρονών και η αδερφή μου δεν είχε πατήσει ακόμα τα πέντε. Είχαμε ακόμα το παλιό δέντρο, ένα μικρό ξεπουπουλιασμένο δέντρο που είχε αγοράσει η μαμά μου τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. Το στολίζαμε με τη μαμά μου με πολύ ενθουσιασμό κάθε χρόνο, είχαμε από εκείνα τα στολίδια που ήταν άλλα τ’ άλλων, πριν αγοράσουμε σετ και γίνουν όλα ίδια.
Η αδερφή μου μας παρατηρούσε πάντα αμέτοχη και όταν τελειώναμε πήγαινε και το σουλούπωνε, τα έβαζε σε τάξη, τα μικρά στα πάνω κλαδιά τα μεγάλα χαμηλά. Είναι μια συνήθεια που τη διατηρεί ακόμα αυτή. Και ύστερα βάζαμε μπόλικο μπαμπάκι στα κλαδιά για να είναι χιονισμένο το δέντρο μας και η μαμά μου έβαζε μικρές σοκολατένιες ομπρέλες στα κλαδιά για να τις φάμε στην αλλαγή του χρόνου.
Στις οχτώ ακριβώς χτύπησε το κουδούνι ο παππούς, ήταν η πρώτη πρωτοχρονιά για μας μαζί του και για εκείνον χωρίς τη γιαγιά. Μου έδωσε στα χέρια ένα κουτί ζεστούς λουκουμάδες με καρύδι και μέλι, τους πιο νόστιμους που έχω φάει ποτέ. «Πες στη μάνα σου να τους φάτε τώρα που είναι ζεστοί», μου είπε και πήρε τη θέση του δίπλα στο τζάκι.
Δεν ήταν τύπος της αγκαλιάς και των φιλιών ο παππούς και εγώ δεν υπήρξα ποτέ του παρακαλετού. Πήρα το κουτί και ανέβηκα σοβαρή τη σκάλα, την ίδια ώρα που η αδερφή μου- που είναι της αγκαλιάς και του φιλιού και ενίοτε και του παρακαλετού δηλαδή- κατέβαινε τρέχοντας και φωνάζοντας «παππού παππού». Πίσω της ο μπαμπάς, που πάντα έσπευδε να κουβεντιάσει με τον Λουί. Έτσι τον έλεγε χαϊδευτικά, ποτέ μπροστά του όμως, μπροστά του πάντα Ηλία.
Δεν το θέλησε ποτέ για γαμπρό του ο παππούς και στις αρχές του γάμου τους έκανε ότι μπορούσε για να τους χωρίσει. Του μιλούσε πάντα με ένα θυμό και ο πατέρας μου το δεχόταν πάντα σαν να είχε δίκιο για ό,τι και να ήταν που τον κατηγορούσε.
Μέχρι τις έντεκα που βγήκαν τα παϊδάκια από το φούρνο ο πατέρας μου και εγώ είχαμε λιμοκτονήσει. Η μικρή, γονατιστή δίπλα στην καρέκλα της μαμάς έτρωγε κάστανα και δεν έδωσε την παραμικρή σημασία. Ο Λουί από την άλλη, δυο φέτες ψωμί με λάδι και ρίγανη -συνήθεια που του είχε μείνει από το καφενείο- και ύστερα σπίτι του. «Ρε πατέρα θα σε βρει ο καινούργιος χρόνος να κοιμάσαι, δεν είναι σωστό» επέμενε η μάνα μου αλλά εκείνος δεν σήκωνε κουβέντα. Και η επιμονή του τόσα χρόνια να φεύγει πάντα πριν την αλλαγή με κάνει να πιστεύω ότι ίσως ήθελε να τον βρίσκει ο χρόνος στο κρεβάτι του, κοντά στη γιαγιά..
Τα μεσάνυχτα ακριβώς σηκώθηκε η μητέρα και έκλεισε τα φώτα. Το ρεβεγιόν οικογενειακό αλλά το εφέ εφέ! Και όταν τα άνοιξε, μαγικά τα δώρα μας ήταν κάτω από το δέντρο. Πώς το κατάφερναν αυτό τόσο χρόνια ποτέ μου δεν θα το καταλάβω. Μάλιστα στην τρίτη λυκείου είχαν εμφανίσει ένα ολόκληρο στερεοφωνικό από το πουθενά.
Το δώρο μου εκείνη τη χρονιά δεν το θυμάμαι, θυμάμαι όμως πρόχειρα τυλιγμένο σε ένα λευκό τσιγαρόχαρτο ένα πορσελάνινο μουσικό κουτί. Δύο αρκουδάκια αγκαλιασμένα πάνω σε μια μικρή καρδιά που όταν το κούρδιζες γυρνούσε και έπαιζε μουσική. «Αυτό είναι από το μπαμπά, σου το πήρε όταν ήμασταν στην Αθήνα, επειδή σε αφήσαμε μόνη σου για τόσο καιρό», αυτό είπε μόνο η μάνα μου και ύστερα συνεχίσαμε το παιχνίδι.
Εκείνη ήταν η χρονιά που ο πατέρας μου πέρασε την πρώτη κρίση της αρρώστιας του. Δεν είμαι σίγουρη γιατί μου το πήρε, όμως στα μάτια μου εκείνο το μουσικό κουτί ήταν μια υπόσχεση ότι όλα θα πάνε καλά.
Φέτος, από το μακρινό και πάντα κρύο Μάντσεστερ, σκέφτομαι τον πατέρα μου και πως κράτησε την υπόσχεση του. Και επιτέλους καταλαβαίνω και το θυμό του Λουί που τώρα πια έχει γίνει στοργή, αποδοχή και σεβασμός. Και ξέρω πως όσο οι αρκούδες χορεύουν το χορό τους και η μουσική παίζει όλα θα πάνε καλά….
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Ερωτική πρωτοχρονιά 1986
Mόλις είχα χωρίσει. Μάζευα τα κομμάτια μου και προσπαθούσα να συνέλθω. Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά για να ξεχαστώ. Το τηλέφωνο δεν κτύπαγε. Ο κόσμος έφευγε διακοπές και ‘γω εμένα εγκλωβισμένος στη Κυψέλη. Στα μπαράκια χαμός. Το ποτό δε βοηθούσε. Αντίθετα επιδείνωνε τη κατάσταση μου.
Τελικά ένα κουδούνισμα έφερε τη λύτρωση. Πρόσκληση σε πάρτι παραμονή πρωτοχρονιάς.
Ευκαιρία για έξοδο. Βαριά καρδιά, πρώτη φορά ασυνόδευτος μετά από χρόνια.
Έβγαλα από τη ντουλάπα το κοστούμι, το μόνο που είχα και το δοκίμασα. Πάλι καλά που όταν παντρεύτηκα, αγόρασα κοστούμι καθημερινής χρήσης, κι έτσι δεν θα έμπαινα σε έξοδα για το ρεβεγιόν. Κιλά μάλλον είχα χάσει λόγω χωρισμού, όποτε μου ερχόταν κουτί.
Άσπρο πουκάμισο, ασημί γραβάτα και πρωτοχρονιάτικος γαμπρός, έβαλα πλώρη για το πάρτι.
Το σπίτι ένα διώροφο της “κοσμικής” αριστεράς. Τέλειος διάκοσμος, αρχιτεκτονιμένοι χώροι, δρύινες πόρτες και οι σύντροφοι της δικτατορίας, ΠΑΣΟΚ πλέον, μοίραζαν χειραψίες ευδαιμονίας .
Άρχισα να χαιρετώ με πλαστό χαμόγελο όσους είχα να συναντήσω από το ‘74. Κάποια στιγμή σβήσανε τα φώτα, καλή Χρονιά, σαμπάνιες και άρχισε ο χορός. Παντού ζευγάρια, βρέθηκα να χορεύω μόνος στη μέση του σαλονιού. Κουράστηκα, και μετά από λίγο χώθηκα στη πρώτη πολυθρόνα που βρήκα μπροστά μου.
Το κρασί κόκκινο, από τα πρώτα του Μπουτάρη, με κτύπησε κατακούτελα. Ζαλίστηκα αλλά μου άρεσε. Το βλέμμα μου θόλωσε ελαφρά και όπως ήμουνα ακροβολισμένος άρχισα να περιεργάζομαι τους καλεσμένους.
Την είδα δίπλα στο χριστουγεννιάτικο Δένδρο, κρατούσε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί σα το δικό μου και συνομιλούσε με την ιδιοκτήτρια. Τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν για μια στιγμή. Τη θυμόμουν από τη κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη. Κρατούσε ένα στεφάνι με έγχρωμη κορδέλα, δε θυμάμαι πια από ποιο σύλλογο, από ποιο κόμμα, θυμάμαι μόνο ότι μου είχε κάνει εντύπωση.
Είχε καστανά ίσια μαλλιά, εκφραστικά μάτια και πολλά υποσχόμενα χείλια. Αδύνατη, φορούσε ένα μαύρο εφαρμοστό φόρεμα και μαύρες γόβες. Το σώμα της διαγραφόταν ανάγλυφο κάτω απ’ το ρούχο. Ένιωσα ένα σκίρτημα.
Περίμενα να τελειώσει το ποτό της. Σηκώθηκα και προσφέρθηκα να γεμίσω το ποτήρι της. Με υποδέχτηκε με ένα πλατύ χαμόγελο. Τσουγκρίσαμε και πιάσαμε κουβέντα περί ανέμων και υδάτων. Ήταν και αυτή ομοιοπαθής. Παντρεμένη χωρισμένη με παιδί. Μάλλον ήξερε κάποια σκόρπια τμήματα του βιογραφικού μου, γιατί είχε μια σχετική άνεση, σα να γνωριζόμαστε από καιρό .
Χορέψαμε λίγο μαζί, την έπιασα από τη μέση και δεν αντέδρασε. Περάσαμε κάποιες στιγμές αμηχανίας. Είχαμε εξαντλήσει τη θεματολογία της πρώτης γνωριμίας .
-Πάμε να φύγουμε, να πιούμε κάνα ποτό;
Δεν έφερε αντίρρηση και κατευθυνθήκαμε παρέα στο υπνοδωμάτιο με τα παλτά απλωμένα στο κρεβάτι.
Στη Τρίτης Σεπτεμβρίου, σε όροφο, λειτουργούσε τότε ένα ροκ μπαρ. Βρήκαμε δυο σκαμπό στη μπάρα και παραγγείλαμε ουίσκι. Η συζήτηση είχε σταματήσει. Έσκυψα και πλησίασα τα χείλη της. Σα να το περίμενε. Κολλήσαμε, τρυφερά στην αρχή, διερευνητικά κάπως, μέχρι που οι γλώσσες μας σμίξανε σε ένα τρελό χορό.
Πήραμε μιαν ανάσα, κοιταχτήκαμε και παραγγείλαμε μια δεύτερη παρτίδα ουίσκι. Το κρασί με το ουίσκι μαζί με την αφαγία είχε αρχίσει να μου μυρμηγκιάζει τα πόδια. Προσπάθησα να συνέλθω με κάτι καροτάκια συνοδευτικά, αλλά δεν με άφησε. Άρχισε να μ’ αγκαλιάζει και να με δαγκώνει.
Πάμε να φύγουμε, μου ψιθύρισε. Την ώρα που σηκωθήκαμε ο μπάρμαν κέρασε δυο σφηνάκια. Τα ήπιαμε μονορούφι μέχρι που μας τα ξαναγέμισε.
Είχα ήδη γίνει τύφλα. Κατεβήκαμε στο ισόγειο κουτρουβαλώντας και σταματήσαμε το πρώτο ταξί που βρήκαμε μπροστά μας. Έδωσε τη διεύθυνση στον οδηγό και συνεχίσαμε να φιλιόμαστε στο πίσω κάθισμα.
Μας άφησε σε ένα στενό στη Πλάκα μπροστά από ένα γωνιακό νεοκλασικό ανάκτορο. Έτσι μου φάνηκε μέσα στη σούρα μου.
Ξεκλείδωσε τη πόρτα και άναψε τα φώτα. Μια ξύλινη μαύρη λακαριστή σκάλα οδηγούσε στο πρώτον όροφο. Τα πόδια μου ασήκωτα. Κρατήθηκα από τη κουπαστή χαζεύοντας μιαν ενετική ταπισερί με ιππότες που κρεμόταν στον τοίχο. Έφτασα στο κεφαλόσκαλο αγκομαχώντας. Προσπάθησα να μη το δείξω.
Βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο χωλ με γύρω γύρω πόρτες. Η κόκκινη πόρτα αριστερά, η μπλε δεξιά. Το δωμάτιο πράσινο σκούρο. Στο βάθος μια μαύρη πόρτα και πίσω απ αυτή άλλος διάδρομος που οδηγούσε μάλλον σε υπνοδωμάτιο κόκκινο της φωτιάς. Τα χρώματα άρχισαν σιγά σιγά να μου χρωματίζουν το μυαλό.
Κάποια στιγμή την έχασα ανάμεσα στα έγχρωμα δωμάτια και στις πόρτες, μέχρι που την είδα να περνάει φουριόζα μ’ ένα μαύρο δαντελένιο νεγκλιζέ. Το να φτάσω μέχρι το κρεβάτι φάνταζε εκείνη την ώρα σαν ανάβαση στον Όλυμπο.
Συγκεντρώθηκα, τη φέρμαρα με όση δύναμη μου είχε μείνει και κόλλησα τη πλάτη της στη μαύρη κάσα της πόρτας. Κατέβασα τις μπρατέλες και άρχισα να φιλάω αχόρταγα ένα υπέροχο αγαλμάτινο μπούστο που γλίστρησε μέσα από το μεταξένιο νυχτικό. Γονάτισε και με πήρε στο στόμα. Κυλιστήκαμε στο πάτωμα σ’ έναν έρωτα τρελό, ατελείωτο. Ένιωθα το κορμί της να τρέμει την ώρα που με έλουζε με ένα ακατανόμαστο υβρεολόγιο. Η αρχόντισσα και ο αλήτης. Η αρχόντισσα έγινε ξαφνικά αλήτης και προσπαθούσα να τη δαμάσω. Την ώρα που βάρυνε η ανάσα της άρχισε να φωνάζει δυνατά!!!
Τώρα, ναι, τώώώρααα!!!
Τελείωνα, το κεφάλι μου γύριζε γεμάτο χρώματα, τα γόνατα μου ματωμένα απ’ τη προσπάθεια, ένιωσα τη ψυχή μου να βγαίνει απ το σώμα μου, να στέκεται απέναντι και να χαζεύει σα τρίτος δυο άψυχα κορμιά σ’ ένα ξύλινο πάτωμα…
Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα έντρομος, χωρίς να ξέρω που βρίσκομαι, μέσα σ’ ένα βυζαντινό υπνοδωμάτιο. Μια Φιλιππινέζα ακουμπούσε στο κρεβάτι ένα δίσκο με φρέσκο χυμό, καφέ και δίπλα ένα φρεσκοκομμένο τριαντάφυλλο.
Ανασηκώθηκα και άναψα τσιγάρο.
Καλή Χρονιά, σκέφτηκα και τη φίλησα τρυφερά στο λαιμό…
Παράκληση να δημοσιευτεί ΧΩΡΙΣ περικοπές
ΝΙΚΟΣ ΧΙΩΤΑΚΗΣ
Ο μαύρος Δεκέμβρης
Έχουν περάσει αισίως 6 χρόνια από τότε και είναι γνωστό πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός. Χριστούγεννα έρχονταν, φοιτητές ήμασταν και είχαμε αποφασίσει να πάμε μια χειμωνιάτικη βόλτα στα Λεύκτρα του νομού Βοιωτίας, εκεί όπου πολλά χρόνια πριν η ανερχόμενη δύναμη των Θηβαίων είχε κατατροπώσει τους παρηκμασμένους Σπαρτιάτες που ήδη απ΄ τον Πελοποννησιακό είχαν πουλήσει τη ψυχή της στο χρήμα και την πολιτική πρόσοδο.
Τέλοσπάντων, να μην ξεφεύγουμε, ήμασταν τρία αγοράκια και τρία κοριτσάκια, μέναμε σ’ ένα ωραίο, παλιό, διώροφο σπίτι (στον πάνω όροφο εμείς, στον κάτω ο άτυχος παππούς και η άτυχη γιαγιά της άτυχης κοπέλας που μας φιλοξενούσε) και περνούσαμε, η αλήθεια να λέγεται, αρκετά καλά. Όλα αυτά μέχρι το πρωινό της 3ης ημέρας όπου ο ένας απ’ τους φίλους αρρώστησε και άρχισε να ξερνοβολάει όπου έβρισκε.
Στην αρχή, θεωρήσαμε πως έπαθε κάποιου είδους δηλητηρίαση λόγω του ενός κιλού απ’ την προβατίνα που είχε καταβροχθίσει το προηγούμενο βράδυ, αλλά σύντομα θα ανακαλύπταμε πως υπάρχουν χειρότερα πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο από μια προβατίνα.
Ναι, δεν πήραμε τις «κατάλληλες προφυλάξεις», όπως μας έλεγαν και μας ξαναέλεγαν οι γονείς μας όταν ήμασταν ακόμη πολύ μικροί. Τον αγκαλιάζαμε, τον φιλούσαμε, του συμπαραστεκόμασταν, παίζαμε και κοιμόμασταν μαζί του, μέχρι εκεί όμως. Μαζική οξεία γαστρεντερίτιδα, αυτό έδειξε η άτυπη διάγνωση που βγάλαμε μεταξύ μας, όταν βέβαια είχε συμβεί πια το μοιραίο.
Δεν έμεινε σημείο σε εκείνο το σπίτι που να μη βίωσε τις συνέπειες εκείνων των ωρών διονυσιακής έκστασης. Και εντάξει, πάει στο καλό που πηγαίναμε στο «μέρος» και δεν έβγαινε καν χολή- αυτό πες σε όλους/ες μας έχει συμβεί.
Τι κάνεις, όμως, όταν είσαι διακοπές στη μέση του πουθενά και ούτε γιατρό μπορείς να βρεις, ούτε κάποιο φάρμακο, και σου τελειώνουν και οι αλλαξιές με τα ρούχα (τι εννοεί εδώ ο γράφων;) ; Τι κάνεις επίσης, όταν η γιαγιά και ο παππούς κολλάνε και αυτοί, η γιαγιά λιποθυμά, ο παππούς φωνάζει «Μαρία, πέθανε η Μαρία, γυναίκα πέθανες!», και αναρωτιέσαι αν μπορείς να κατηγορηθείς ένοχος για έγκλημα «χημικού πολέμου». Ευτυχώς, θυμηθήκαμε το inside job της 11/9 και τις επιθέσεις με άνθρακα λίγο μετά, τότε που δεν την πλήρωσε κανείς, και η καρδιά μας γύρισε στην πρότερη θέση της.
Φύγαμε σαν κυνηγημένοι απ’ τα Λεύκτρα. Λίγη ώρα μετά, μάθαμε πως η γιαγιά δεν είχε όντως πεθάνει και τίποτα σοβαρό δεν είχε συμβεί. Θυμάμαι ακόμη την έκφραση της φίλης μου όσο ήμασταν στο λεωφορείο του γυρισμού. Με κοίταζε και το ίδιο το βλέμμα της με προειδοποιούσε: «Ξέρεις πως αυτές είναι οι τελευταίες διακοπές που κάνουμε μαζί.».
Οι άλλοι, φυσικά, κοιμόντουσαν, αυτές και παρόμοιες καταστάσεις δεν σου αφήνουν και πολλά περιθώρια ξεκούρασης. Ήταν, νομίζω, 27 Δεκέμβρη και εμείς βρισκόμασταν στο Πεδίο του Άρεως. Η Αθήνα ήταν πάλι κακόγουστη ως στολισμένη πόλη και κοιτούσαμε τα φωτάκια που κρέμονταν πάνω απ’ τους στύλους της ΔΕΗ. Θυμόμουν το χωριό, το πόσο είχαμε γελάσει τις πρώτες μέρες και το πόσο αυτό το γέλιο μας κόπηκε τις επόμενες. Θυμόμουν την ασθένεια και ευχόμουν να μην ξαναπεράσω κάτι αντίστοιχο.
Σκεφτόμουν τη φίλη μου, η οποία σίγουρα θα με χώριζε με τα όσα είχαν προηγηθεί. Κοιτούσα και πάλι τα φωτάκια. Αναρωτιόμουν αν μια επιληπτική κρίση είναι πιθανή όταν ένας ζωντανός οργανισμός έχει εξασθενήσει τόσο όσο εγώ. Δεν έχω ξαναπάει στα Λεύκτρα από τότε- και ούτε και θα ξαναπάω. Δεν έπαθα επιληπτική κρίση, όσο και αν νομίζω τελικά ότι το ευχόμουν λίγο.
Χωρίσαμε ενάμιση χρόνο μετά, κοινή συναινέσει.
Μαύρα Χριστούγεννα, μαύρη πρωτοχρονιά, μαύρος Δεκέμβρης και γενικά όλα μαύρα. Τέσσερις μέρες μετά, λίγα πράγματα είχαν αλλάξει. Το τραπέζι της πρωτοχρονιάς μόνο τέτοιο δεν ήταν για μένα. Έφαγα δυο μπουκιές ψάρι γιατί κάνει καλό στην όραση, ήπια 2 γουλιές κρασί για να αισθανθώ πώς θα ήταν αν περνούσα όντως καλά, αλλά παραφούσκωσα, γύρισα σπίτι γρήγορα γρήγορα και κοιμήθηκα, λίγο μετά αφότου είχα κάνει τον πρώτο εμετό για το 2012.
ΦΩΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΗΣ