«Αρχή και ρίζα παντός αγαθού
η της γαστρός ηδονή»
Το είπε ο αγαπημένος μου φιλόσοφος ο Επίκουρος πριν από 23 αιώνες και ισχύει ακόμα μέχρι κεραίας.
Η τερψιλαρύγγιος απόλαυση, η ηδονή του ουρανίσκου, ήταν είναι και θα είναι κυρίαρχη ανθρώπινη ευχαρίστηση. Η έκκριση σάλιου από τους σιελογόνους αδένες της στοματικής κοιλότητας, αυξάνει με τη σκέψη, τη μυρωδιά ή την οπτική επαφή τροφής. Εξ ου και η λαϊκή έκφραση «μου τρέχουνε τα σάλια» όταν δούμε κάτι που μας αρέσει πολύ.
«Μεροδούλι μεροφάι» λέμε για τους φτωχούς, όταν το σύνολο του πενιχρού εισοδήματος καταναλώνεται εξολοκλήρου για τη διατροφή. Αυτή είναι ασφαλώς η πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου και όταν τα χρήματα είναι λίγα, δεν περισσεύει φράγκο για τίποτα άλλο…
Υπάρχει βέβαια και η λαϊκή παροιμία «όσα βγάλαμε στα ξένα, στο νιμού και στην ταβέρνα», για όσους σπαταλούν χρήματα που μάζεψαν με πολύ κόπο, αποκλειστικά και μόνο για τις δύο μεγάλες απολαύσεις της ζωής. Και ασφαλώς η μία είναι η μάσα. Αλμυρό, γλυκό, ξινό, πικρό. Τέσσερις οι γεύσεις, όλες έχουν τη χάρη τους. Άλλος τη βρίσκει με λακέρδα, άλλος με γαλακτομπούρεκο, άλλος με μπόλικο λεμόνι στα παϊδάκια κι άλλος με πικραμύγδαλο σουμάδα. Γούστα είπε ο πίθηκος κι έφαγε το σαπούνι.
«Μαζί τα φάγαμε» είπε ο πονηρός ευτραφής πολιτικός ανήρ. «Μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια» έγραψε εν χορδαίς και οργάνοις ο σπουδαίος λαϊκός τραγουδοποιός. Κι εγώ στου δρόμου τα μισά μονολογώ εμμέτρως:
ΤΑ ΦΑΓΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ
Καφέ και ούζο με μεζέ πίνω στο καφενείο
κι ο καφετζής αγόρασε οικόπεδο στην Ίο.
Από το φούρνο τακτικά, τυρόπιτες μπουγάτσα
κι ο φούρναρης κυκλοφορεί με Μερσεντές στην πιάτσα.
Το γάλα πίνω από μωρό, με έκανε θηρίο
κι ο γαλατάς της γειτονιάς εξοχικό στο Ρίο.
Τρώω και τα φιλέτα μου και μοσχαρίσιες κόντρα
και ο χασάπης στη γωνιά, πήρε τζιπάρα Honda.
Μπανάνες καθημερινώς και φράουλες θα πάρω
και ο μανάβης έχτισε διώροφο στην Πάρο.
Την εβδομάδα δυο φορές θα φάω φρέσκο ψάρι
και ο ψαράς της γειτονιάς αγόρασε Φεράρι.
Δε μαγειρεύω τακτικά, γουστάρω στην ταβέρνα
κι ο ταβερνιάρης βρέθηκε με μετοχές στην ΤΕΡΝΑ.
Τις πίτσες παίρνω τούμπανο με παρμεζάνα πάνω
κι ο πιτσαδόρος τσίμπησε τριάρι στο Μιλάνο.
Κι εγώ πεζός και άφραγκος κυκλοφορώ με πάσο
τα ’φαγα κυριολεκτικά και έμεινα στον άσσο.
Φτάνει που πέρασα καλά, ρε μάγκες μου χαλάλι
κι αν ζούσα δεύτερη ζωή, θα τα ’τρωγα και πάλι.