Χάσαμε την παρθενιά μας
φορώντας σχολική ποδιά
και ακούγοντας ψιθυριστά
το «θα σ’ αγαπώ για πάντα».
Πήγαμε στην εκκλησία γκαστρωμένες
και κλαμένες
που παντρευτήκαμε τον πρώτο άντρα
που μας ζήτησε
και τον βαφτίσαμε «καλό παιδί»
γιατί δε βάραγε και δεν έπινε συνέχεια.
Χαμένα πήγαν κοριτσίστικα νιάτα
σε κουζίνες και οικογενειακά τραπέζια
να ζυγίζεται η αξία μας
σε πετυχημένους μουσακάδες και ντολμαδάκια γιαλαντζί.
Κι ύστερα χαθήκαν χρόνια σε θρανία και βιβλία
και αγώνες και σπρωξίματα
για θέσεις δίπλα σε άντρες συναδέλφους
να χουφτώνουν κατά βούληση
και χάσαμε τον έλεγχο
πότε να λέμε «ναι» και πότε «όχι».
Γιατί άλλοτε μας είπαν «εύκολες» και άλλοτε «ξενέρωτες».
Και χάσαμε τη μέτρηση στα χρόνια
και ξημέρωσε η μέρα που γίναμε
μανάδες υστερικές
και αφεντικά στριμμένα
και κόρες αγοροκόριτσα
και γκόμενες χωρίς θηλυκότητα
και χάσαμε και το δίκιο μας λέει
γιατί εμείς τα φταίξαμε όλα αυτά.
Και ήρθαμε και κάτσαμε σε μιαν άκρη
να ξαποστάσουμε να αναρωτηθούμε
αν μας τα έκλεψαν ή τα χαρίσαμε.
Μα είναι μπέρδεμα το ζύγισμα
κι έτσι κι αλλιώς το φταίξιμο
δεν το βρίσκει κανένα δικαστήριο.
Γι’ αυτό θα πάω να φτιάξω ένα μουσακά.
Πετυχημένος–ξεπετυχημένος
αυτόν θα τους σερβίρω.
*Η Κάτια Μαγγιώρου μεγάλωσε στο Νέο Φάληρο, όπου ζει και εργάζεται. Από το 2018 συμμετέχει σε σεμινάρια του Μικρού Πολυτεχνείου. Το πρώτο της βιβλίο «Είκοσι τέσσερις φορές κόλλυβα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Λογότυπο.