Τα βήµατά µου µε φέρνουν ολοένα και πιο συχνά στην Πατησίων. Είναι µία ανάγκη. Η επιστροφή στην ιδιαίτερη πατρίδα των παιδικών και εφηβικών χρόνων συντελείται µε ένα τελετουργικό µοναχικών περιπλανήσεων, άλλοτε σχεδιασµένων και άλλοτε παρορµητικών, και αφήνει πάντα µία γεύση ανολοκλήρωτου. Είναι ίσως µία προϋπόθεση.
Στην Πατησίων µεγάλωσα στα χρόνια του ΄60 και του ΄70 και βίωσα την ανεπανάληπτη κοινωνική συνοχή που έδινε σε όλη την περιοχή µια συµπαγή µοναδικότητα. Τις προάλλες που περπατούσα στο ύψος της στάσης Κεφαλληνίας προς την Πλατεία Αµερικής είχα αίφνης την αίσθηση ότι κάτι αλλάζει προς το καλύτερο, ίσως ήταν η δική µου διάθεση, το διαυγές φως ή τα φωτεινά πρόσωπα που έτυχε να δω εκείνη την ώρα.
Σε κάθε περίπτωση, ένιωσα µια αλλαγή, ανεπαίσθητη, απροσδιόριστη αλλά σε κάθε περίπτωση διακριτή, ακόµη και ως ρεύµα αέρα ή φευγαλέα εντύπωση.
Κάθε φορά που βρίσκοµαι στην Πατησίων παρατηρώ ξανά και ξανά τα κτίρια της. Κυρίως τις πολυκατοικίες από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κυρίως, τις πιο λίγες µεσοπολεµικές, τα σκόρπια παλαιότερα σπίτια και σπανίως όσα χτίστηκαν µετά το 1970-75. Και κάθε φορά αφήνω το βλέµµα µου να σταθεί στις καπνισµένες από το καυσαέριο προσόψεις εκείνων των πολυκατοικιών που όταν χτίστηκαν πριν από 55-60 χρόνια έδιναν το µέτρο της µοντέρνας ζωής.
Προσπαθώ να τις φανταστώ συντηρηµένες µε τα στυλιστικά τους χαρακτηριστικά υπογραµµισµένα και γυαλισµένα, βαµµένες σε ωραίους χρωµατικούς συνδυασµούς, µε τις εξώθυρες να θυµίζουν το αξεπέραστο ύφος εκείνων των χρόνων.
Μπορεί σήµερα να ακούγεται λίγο εκκεντρικό, αλλά πιστεύω πως σε 20-30 χρόνια θα είναι κάτι αυτονόητο.
Όπως και να ‘χει, η Πατησίων είναι η λεωφόρος της αστικής µυθολογίας. Το αγαπηµένο µου κοµµάτι είναι αυτό που συµπίπτει µε τη µεγαλύτερη πυκνότητα ατµοσφαιρικών κτιρίων, δηλαδή από την οδό Στουρνάρη ως την οδό Κνωσσού, περίπου, στο ύψος της στάσης Καλλιφρονά. Όλο αυτό το κοµµάτι µε τις καθέτους οδούς, πάνω και κάτω από την Πατησίων, είναι µια µικρογραφία της αστικής επανάστασης από το 1920 ως το 1970, µισός αιώνας πυκνής ανοικοδόµησης και κοινωνικής ανόδου.
Η Πατησίων υπήρξε µία από τις «πρωτεύουσες» της Αθήνας. Συχνά, όταν περπατάω στην Πατησίων και παρά τα όσα µου προκαλούν αρνητική εντύπωση, θα φέρω στο νου τους παλιούς κινηµατογράφους, τα βιβλιοπωλεία και τα ωραία καταστήµατα, το καλοντυµένο πλήθος και την ιδιαίτερη εκείνη ατµόσφαιρα που µου φαίνεται ότι δεν χάθηκε παντελώς.
Επιζεί ως αίσθηση, και, όταν, καµιά φορά, διασταυρώνοµαι µε κάποια ηλικιωµένη, κοµψή φιγούρα στην Πατησίων, σκέφτοµαι ότι εκείνη φέρει τη µνήµη και τη γνώση. Σε κάθε περίπτωση, όλη αυτή η νοσταλγική ενίοτε αναδίφηση στο κτιριακό και κοινωνικό απόθεµα της Πατησίων δεν νιώθω ότι είναι στείρα. Εµφορείται από αγάπη αλλά κυρίως από την ελπίδα, αν όχι από την πεποίθηση, ότι θα έρθουν καλύτερες µέρες. Ιδίως οι δρόµοι πάνω από την Πατησίων προς τη Φωκίωνος Νέγρη έχουν εκείνη την αίσθηση της προσµονής και το διαισθάνοµαι κάθε φορά που βλέπω κάτι καινούργιο, κάθε φορά που νεανικά πρόσωπα γεµάτα σφρίγος µε προσπερνούν βιαστικά.
Η Πατησίων είναι ίσως η µήτρα της µεγαλύτερης αθηναϊκής διασποράς. Όπως λένε όσοι µεγάλωσαν στους γύρω δρόµους, κάθε φορά που επιστρέφουν πληµµυρίζουν από δυνατά αισθήµατα. Το επιβεβαιώνω σε κάθε µου περίπατο.
ΝΙΚΟΣ ΒΑΤΟΠΟΥΛΟΣ
Discussion about this post