Αυτή η ερώτηση τίθεται αποκλειστικά σε τόνο υστερικό, με καφέ στο ένα χέρι και ένα κατάλληλο ακροατήριο.
Προηγείται η διήγηση κάποιου αποτρόπαιου συμβάντος της καθημερινότητας, το οποίο αναπόφευκτα ρίχνει συθέμελα όλη την υπάρχουσα κοσμοθεωρία και μας βεβαιώνει για τη ματαιότητα της ύπαρξης. Διάλεξε και πάρε: προσφυγικό, πολιτικά, εξαφανίσεις παιδιών και εγκαταλείψεις αδέσποτων. Ο Νικολάκης της Τασίας εθίστηκε στο Ίντερνετ και τώρα πηγαίνει σε ψυχολόγο. Η παιδική παχυσαρκία οφείλεται στη γλουτένη. Μας ψεκάζουν.
Και μένα ο μικρός μου κλωτσάει αμέριμνος με το που πάω να ξαπλώσω σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Εγώ εδώ έχω χάσει το κεφάλι μου με το μέλλον του, διαλέγοντας κούνιες από μη τοξικά υλικά, και αυτός παίρνει τα γραμμάριά του και τα εκατοστά του και με τη σιωπηρή αποφασιστικότητα της φύσης γίνεται ένα μικρό ανθρωπάκι. Προσπαθώ απεγνωσμένη να διαλέξω εκπαιδευτικό σύστημα που θα τον κάνει δημιουργικό αλλά όχι τεμπέλη, έξυπνο αλλά όχι φυτό, εργατικό αλλά όχι υποταγμένο και κείνος δεν υποψιάζεται καν τι παιχνίδι έχουν ανοίξει οι μοίρες για το πεπρωμένο του.
Μαζεύω βιβλία και παιχνίδια, χρώματα και έπιπλα για να ντύσω την καθημερινότητά του, να την κάνω να μη μοιάζει όσο γίνεται με την ασχήμια που με περιβάλει. Όσα σεντονάκια κι αν βάλω όμως ανάμεσα στο παιδί και στην πραγματικότητα, πάλι θα βρει να ξετρυπώσει, από μια είδηση, την ανεβασμένη μου πίεση και το κλικ κλακ των δακτύλων στο πληκτρολόγιο. Όσα χέρια μπογιά κι αν περάσω το παιδικό δωμάτιο, δεν μπορώ να κρατήσω μακριά τα φαντάσματα της περιφρόνησης, της υποκρισίας, της αδιαφορίας και της ηλιθιότητας.
Το τελευταίο φοβάμαι πιο πολύ. Αυτό που μας κάνει να μη σκεφτόμαστε. Όλα τ’ άλλα μπορώ να τ’ αντέξω, μπορώ να τον μάθω να τα πολεμάει. Αυτό με ξεπερνά. Η πεισματική άρνηση της χρήσης του ζωτικού οργάνου που έχουμε την τύχη να κουβαλάμε στο κρανίο, με αποδιοργανώνει ψυχοσωματικά. Γιατί σκέφτομαι (να, είδες; φαιά ουσία και συνάψεις), ότι δεν γνωρίζω πώς να μάθω το γιο μου να μιλάει με τους κατ’ επιλογή (επίκτητους τους λέει ο πατέρας του) βλάκες. Αυτούς που τον συλλογισμό τους τον φτάνουν μέχρι το τομάρι τους και το κατώφλι του σπιτιού τους και η χρονική διάρκεια που καλύπτει είναι από το χτεσινοβραδινό δελτίο ειδήσεων μέχρι το αυριανό μεσημεριανάδικο.
Αλλά ακόμα και για τούτα εκείνος δε νοιάζεται, παρά μόνο με χαιρετάει με το χεράκι του στον υπέρηχο. Έχω αλλάξει δεκαέξι φορές γνώμη για το όνομά του, έχω φτιάξει και διαλύσει σενάρια ολόκληρα για το πώς πρέπει να οργανωθώ για να του εξασφαλίσω τα απαραίτητα (έναν ελαφρύ ψυχαναγκασμό τον έχω, δεν σας το κρύβω). Καινούρια δεδομένα κάθε μέρα, καινούριες καταστροφές και καινούριες ελπίδες σε έναν κόσμο που αλλάζει και τρέχει και δεν προλαβαίνεις να τον πιάσεις από μια άκρη για να κάνεις τα κουμάντα σου. Από τη μια πετάνε με ταχύτητες ιλιγγιώδεις τα τάμπλετ, από την άλλη χώρες διαλύονται και ξαναφτιάχνονται – δεν προλαβαίνω ούτε την ιστορία πια. Και ο μπέμπης ακάθεκτος, με ξυπνάει με τα ακροβατικά το βράδυ και τρελαινόμαστε παρέα με τις ορμόνες.
Και η αλήθεια είναι ότι στην ώρα του θα έρθει και θα μου καταρρίψει όλα τα πλάνα, και ούτε ξέρω ούτε μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι ο κόσμος εκείνη τη μέρα, ούτε αν θα του αρέσει το σχολείο που διάλεξα, ούτε αν θα βρει ηλιθίους στο δρόμο του, ούτε και πώς θα χειρίζεται τα θαύματα της τεχνολογίας της γενιάς του. Μέσα σε όλα τα σεντόνια και τις μπογιές, λοιπόν, με ένα μικρούτσικο φορμάκι παραμάσχαλα, παραδέχομαι την ήττα μου. Δεν ξέρω σε τι κόσμο θα φέρω το παιδί μου. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Ελπίζω τουλάχιστον να με συμπαθεί, για να το ανακαλύψουμε παρέα.
Discussion about this post