Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο.
Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Μολονότι παραμένει σχεδόν «άγνωστη», η πλατεία Δικαιοσύνης, λίγο πριν την «εκβολή» της οδού Πανεπιστημίου στα Χαυτεία και την Ομόνοια, καταλαμβάνει ιδιαίτερη θέση στην αθηναϊκή τοπογραφία. Σήμερα, λίγοι θυμούνται ότι το 1979 διαπράχθηκε εκεί η άγρια δολοφονία ενός δικηγόρου, που συγκλόνισε τον νομικό κόσμο και την ελληνική κοινωνία.
Διαμορφωμένη το 1984, μετά την κατεδάφιση του τότε το Πρωτοδικείου Αθηνών, η πλατεία Δικαιοσύνης είναι μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες μικρές πλατείες της Αθήνας, καθώς περιβάλλεται από χαρακτηριστικά τοπόσημα της πόλης: στη νότια πλευρά από το νεοκλασικό Αρσάκειο Μέγαρο (1846-1852), που αρχικά στέγασε τα σχολεία της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, αργότερα τα δικαστήρια (πριν τη μεταφορά τους στην πρώην Σχολή Ευελπίδων) και σήμερα το Συμβούλιο της Επικρατείας και την ομώνυμη Στοά, στη δυτική πλευρά από το παλιό κτήριο του Εθνικού Τυπογραφείου (1834-1835), στη βόρεια πλευρά από αξιοπρόσεκτα façade κτηρίων του μεσοπολέμου (π.χ. το πρώην ξενοδοχείο «Ματζέστικ» στη γωνία Πανεπιστημίου και Σανταρόζα) και των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, ενώ ακριβώς απέναντι στέκεται το «Rex» (1935-1937), μικρογραφία αμερικανικών ουρανοξυστών και ο πρώτος πολυχώρος θεαμάτων στην Αθήνα.
Καθώς έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στο σημείο συγκεντρωνόταν σχεδόν το σύνολο των δικαστηρίων της πρωτεύουσας, πληθώρα δικηγορικών γραφείων είχε εγκατασταθεί σε μέγαρα της ευρύτερης περιοχής. Σε ένα από αυτά, επί της οδού Σανταρόζα 5, βρισκόταν το γραφείο του 69χρονου δικηγόρου Νίκου Δεληβοριά. Λίγο μετά τις 08:50 το πρωί της 8ης Μαρτίου 1979, η 52χρονη Νίκη Σκουρλή έφτασε στο μέγαρο με σκοπό να επισκεφθεί τον Δεληβοριά στον 5ο όροφο — από το 1974 έως λίγους μήνες πριν ήταν συνήγορός της στην υπόθεση του διαζυγίου της. Η Σκουρλή είχε μαζί της ένα μπιτόνι γεμάτο με βενζίνη!
Περίπου μία ώρα αργότερα, ο θυρωρός και ο σερβιτόρος στο καφενείο του μεγάρου άκουσαν μια έκρηξη και είδαν μαύρο καπνό να βγαίνει από τα παράθυρα του 5ου ορόφου. Ο σερβιτόρος ανέβηκε αμέσως τα σκαλιά και «προχωρώντας, είδα μέσα στους καπνούς μια ζωντανή λαμπάδα. Δεν ήξερα ποιος ήταν, μετά έμαθα πως ήταν ο Δεληβοριάς» (Ελευθεροτυπία, 9.3.1979). Λίγη ώρα αργότερα, κλιμάκιο της Πυροσβεστικής κατόρθωσε να θέσει την πυρκαγιά υπό έλεγχο. Ο Δεληβοριάς ήταν σε πολύ σοβαρή κατάσταση –τα εγκαύματα είχαν καλύψει το 85% του σώματός του– και παρά την άμεση μεταφορά του στο νοσοκομείο, εξέπνευσε πέντε ώρες αργότερα.

Η πλατεία Δικαιοσύνης στις αρχές της δεκαετίας του ’80, μετά την κατεδάφιση των κτιρίων του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Η αντίστοιχη όψη της πλατείας, σήμερα.
Ανάμεσα στα ευρήματα, οι άντρες της Πυροσβεστικής εντόπισαν και την τσάντα της Σκουρλή, όπου βρισκόταν η ταυτότητά της. Μόλις η Σκουρλή πληροφορήθηκε πως την αναζητούσε η αστυνομία, παραδόθηκε οικειοθελώς. Αιτιολογώντας την πράξη της στον εισαγγελέα, ισχυρίστηκε πως ο Δεληβοριάς είχε έρθει κρυφά σε συναλλαγή με τον σύζυγό της. «Μου πήρε 100.000 δρχ. για την υπόθεση του διαζυγίου μου, αλλά το δικαστήριο έβγαλε απόφαση σε βάρος μου. Δεν είχα άλλα χρήματα. Είμαι φτωχιά. […] Του ζήτησα να μου επιστρέψει τα μισά, αλλά αρνήθηκε. […]. Έτσι, αποφάσισα να του κάνω κακό», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Πήγα στο γραφείο του Δεληβοριά, όπου τον βρήκα να κάθεται. Του ζήτησα πάλι να μου επιστρέψει τα μισά χρήματα, αλλά αρνήθηκε και λογοφέραμε. Όπως είχα σηκωθεί, σήκωσα το μπιτόνι και άδειασα πάνω του τη βενζίνη, κι ενώ αυτός ούρλιαζε του έβαλα φωτιά […]. Καθώς έφευγα, μου έπεσε η τσάντα» (σ.σ.: κατά τη δίκη θα πει πως «μαλώσαμε και μου τραβούσε την τσάντα και έπεσε»), «αλλά το κατάλαβα πολύ αργά». Πάντως, σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή, η Σκουρλή μπήκε στο γραφείο του Δεληβοριά την ώρα που εκείνος είχε κατέβει για λίγο στο ισόγειο του μεγάρου. Στο διάστημα που έλειπε, η Σκουρλή έβρεξε με βενζίνη το πάτωμα και τα έπιπλα και μόλις αυτός επέστρεψε, περιέλουσε αιφνιδιαστικά και τον ίδιο και έβαλε φωτιά.
Η δίκη για την, πρωτοφανή στα ελληνικά ποινικά χρονικά, υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας τον Φεβρουάριο του 1980. Απολογούμενη, η Σκουρλή υποστήριξε ότι δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τον Δεληβοριά, αλλά μόνο να τον απειλήσει, ώστε να της επιστρέψει τα χρήματα. Το δικαστήριο δεν πείστηκε και το βράδυ της 19ης Φεβρουαρίου την καταδίκασε στην ποινή των ισοβίων δεσμών.
Στις 25 Αυγούστου 1992, μιλώντας στην εφημερίδα Τα Νέα μέσα από το κελί της, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Αν γύριζε η ζωή μου πίσω, δεν θα μπορούσα να το ξανακάνω. […]. Ο άνδρας σκοτώνει περισσότερο και πιο εύκολα. Η γυναίκα είναι αδύνατο μέρος και προσπαθεί να βρει τον άνδρα της, όταν κοιμάται για να τον σκοτώσει. […]. Εγώ είμαι αλλιώς. Είμαι παλικάρι».
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα Μυρίζει αίμα (Καστανιώτης, 2019), το κόμικ Ληστές (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση και η συμμετοχή στον συλλογικό τόμο 33 ιστορίες για το 1821 (GEMA, 2021).