Να γιατί νιώθω βαθιά, κατανοώ και αγαπώ τα αποκαθηλωμένα έργα του Χριστόφορου Κατσαδιώτη. Πάντα οι Καλλιτέχνες, σαν «άτακτοι» που ήσαν, τους άρεσε να πιάνουν κουβέντα με όλα τα μεγάλα θέματα που απασχολούσαν ανέκαθεν τους ανθρώπους.
Το σημαντικότερο όλων βέβαια, η θρησκεία, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από τα ενδιαφέροντά τους, κι άλλοτε προκλητικά, άλλοτε με πολύ χιούμορ, άλλοτε σεβαστικά ή ειρωνικά, άλλοτε αναθεωρητικά ή κοινότοπα, μαζί με χίλιες δυο ακόμα εκδοχές, δημιούργησαν μια σχεδόν «συζυγική» σχέση Τέχνης-Θρησκείας, που μόλις τα τελευταία χρόνια επιτέλους πήραν διαζύγιο… Αλλά φαίνεται πως επειδή μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε, υπέγραψαν ένα άτυπο σύμφωνο συμβίωσης με λιγότερες σαφώς υποχρεώσεις – διατροφές, δεσμεύσεις απέναντι στα παιδιά τους, κληρονομικά… Αν λοιπόν η Τέχνη είναι γυναίκα και η Θρησκεία ο άντρας, καταλαβαίνουμε εμείς που είμαστε εκπαιδευμένοι στη «woke ατζέντα» ότι έχουμε ακόμα πολύ δρόμο για να τα βρούμε. Αλλά μέχρι τότε ας παραμείνουμε τουλάχιστον ζωντανοί, γιατί έτσι όπως πάνε μερικοί φανατικοί, θα πρέπει να προσθέσουμε δύο ακόμα λέξεις: Τεχνοκτονία και Θρησκειοκτονία. Για του λόγου το αληθές, σας παρουσιάζω κι ένα έργο μου του 1989 που βρίσκεται στο Μουσείο Ρόδου. Έχει διαστάσεις 55Χ65 cm. Είναι φτιαγμένο από parier mache και μοιάζει με παλιές εικόνες. Δεν έχει την «αγριάδα» των έργων του Χριστόφορου, αλλά ο καθείς έχει και τον τρόπο του. Προσωπικά πάντα πίστευα ότι πίσω από το καθετί, κρύβεται το αντίθετό του.