Γράφει ο Βασίλης Ξυδιάς
Όπου να ’ναι πλησιάζει το Πάσχα. Θα το ζήσουμε χωρίς Επιτάφιο και χωρίς Ανάσταση;
Ερώτημα πολυτελείας, θα μου πείτε. Εδώ χάνεται –κυριολεκτικά– ο κόσμος. Άνθρωποι πεθαίνουν. Οικονομίες καταρρέουν. Και αν, και όταν, με το καλό, περάσουν όλα αυτά, ο κόσμος μας δεν θα είναι ο ίδιος. Κάποιοι θα λείπουμε. Και όσοι μείνουμε δεν θα είμαστε ίδιοι.
Σκέφτομαι όμως ότι σ’ αυτές ακριβώς τις συνθήκες, μιας τόσο οδυνηρής και βίαιας αλλαγής, είναι κρίσιμο να σταθεί κανείς στα ουσιώδη: Σ’ αυτά που με κάθε κόστος πρέπει να κρατήσουμε απ’ όσα χάνονται, και σ’ αυτά που πάνω απ’ όλα θα έπρεπε να επιζητήσουμε σε όσα έρθουν.
Η ζωή
Οι κρατικές αρχές, τα μέσα ενημέρωσης, και σύσσωμη η κοινή γνώμη, φαίνεται να ξέρουν –να γνωρίζουμε– τι είναι το πολύτιμο. Η απάντηση είναι μία: η ζωή. Όλα γίνονται για χάρη της ζωής. Αλλά, επιτρέψτε μου: Τι είναι ζωή; Ποια είναι η ζωή την οποία αξίζει να ζει κανείς;
Φαίνεται σαν να επανέρχομαι στα ερωτήματα πολυτελείας. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτό είναι ξένο από τις ακραίες συνθήκες θανάτου και κατάρρευσης που ζούμε.
Λένε ότι το μέτρο της ζωής είναι ο θάνατος. Και ίσως αυτό να έρχεται να μας υπενθυμίσει –με τρόπο οδυνηρό– τούτη εδώ η περιπέτεια: ότι η ζωή που αξίζει να ζούμε είναι αυτή για την οποία αξίζει να πεθάνουμε.
Αυτό είναι που πάνω απ’ όλα αποκαλύπτει ο πανικός για τον κορωνοϊό, λέει σ’ ένα πρόσφατο και επίκαιρο κείμενό του ο Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν: «ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα εκτός από τη γυμνή ζωή».*
Μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουμε είμαστε, λέει, πρόθυμοι να θυσιάσουμε σχεδόν τα πάντα: «τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τις φιλίες, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις». «Τι γίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις –αναρωτιέται– σε μια χώρα που συνηθίζει να ζει με αυτόν τον τρόπο χωρίς να γνωρίζει κανείς για πόσο καιρό; Και τι είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση;»
«Η έννοια του πλησίον ακυρώνεται, και είναι περίεργο –λέει ο Αγκάμπεν– ότι οι εκκλησίες σωπαίνουν γι’ αυτό».
Η Ανάσταση
Σε λιγότερο από ένα μήνα οι Έλληνες θα γιορτάσουν το Πάσχα. Αν δεν ζούσαμε αυτά που ζούμε δεν θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί ελληνική πόλη, ελληνικό χωριό, ελληνική συνοικία, που να μη συγκεντρωθούν οι άνθρωποι στις ενορίες και να συνομολογήσουν ότι «Χριστός ανέστη».
Για πολλούς βέβαια αυτό θα ήταν έτσι κι αλλιώς ένας τρόπος του λέγειν· μια κληρονομημένη συνήθεια, γλυκιά ίσως και νοσταλγική, αλλά μέχρις εκεί. Ακόμα και αυτοί που δεν θα αμφισβητούσαν ανοιχτά το δόγμα, που θα έλεγαν χωρίς μεγάλη δυσκολία «αληθώς ανέστη», ακόμα κι αυτοί δεν διανοούνται ότι το πράγμα τους αφορά προσωπικά. Πόσοι από τις υπαίθριες αναστάσιμες συνάξεις προσδοκούμε πράγματι «ανάσταση νεκρών και ζωή του μέλλοντος αιώνος»; Και όμως, αυτή την πίστη, για μια ζωή που υπερβαίνει τον θάνατο, είναι που ζηλεύει, που νοσταλγεί ο Αγκάμπεν.
Άσχετο; Δεν νομίζω. «Όποιος πεθαίνει για τη ζωή δεν μπορεί να αποκαλείται νεκρός», είπε ένας από τους Κουβανούς γιατρούς πριν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο που θα τους μετέφερε στην Ιταλία.
Από τον γενναίο Αχιλλέα και τον φιλόσοφο Σωκράτη μέχρις τους σύγχρονούς μας λαϊκούς ήρωες, σαν τον Μπελογιάννη και τον Τσε Γκεβάρα, υπάρχει μια κοινή γραμμή που τους ενώνει, που ασφαλώς περνά διά μέσω του Ιησού Χριστού.
Αυτή την κοινή γραμμή εορτάζουμε το Πάσχα: τη διάβαση διά του θανάτου στη ζωή. Και για κάποιους αυτό δεν είναι «λόγια», «ψιλά γράμματα». Είναι η βαθειά κοινωνούμενη πίστη – Αλήθεια! Τι αστεία ιδέα ήταν αυτή περί ατομικής εκπλήρωσης των «θρησκευτικών καθηκόντων»; Είναι η συλλογική πίστη για μια στάση ζωής που υπερβαίνει την επιβίωση και της δίνει νόημα.
Είναι η άλλη πλευρά της εξέλιξης· αυτή που δεν έχει ερμηνεύσει ο Δαρβίνος, ούτε καν ο Αριστοτέλης: από το ζώο βιολογικό, στο ζώο πολιτικό, και από εκεί στο ζώο θεούμενο.
Η γιορτή
Πόσο ζωτικό λοιπόν για την κοινωνία μας είναι να εορτάσει το Πάσχα – σήμερα, εν μέσω κορωνοϊού; Και πώς; Με ποιον τρόπο; Η απάντηση είναι θέμα ανθρωπογνωσίας.
Η σύγχρονη πολιτική κοινωνία –άρχοντες και αρχόμενοι από κοινού– απαντά ομόφωνα, παρά τις ενδεχόμενες αποχρώσεις, ότι προέχει η επιβίωση. Δεν δικαιολογείται κανένα ρίσκο.
Θα φανεί ίσως παράδοξο, αλλά και η εκκλησιαστική ιεραρχία δεν διαφωνεί. Η πλειοψηφία άλλωστε συμμορφώθηκε, εκούσα άκουσα με τα μέτρα αυτοπεριορισμού που τής επέβαλε η κυβέρνηση.
Οι ορισμένοι «διαφωνούντες» (δήθεν παραδοσιακοί, και δήθεν αντάρτες), στην πραγματικότητα δεν είχαν αντιρρήσεις παρά μόνο ως προς το μέσον: «άμα δεν είστε καλά, το φάρμακο είναι ο αγιασμός», είπε ένας, ακοινώνητος και ανυποψίαστος γι’ αυτό που υποτίθεται διακονούσε μια ζωή.
Η αντίθεση πίσω απ’ όλα αυτά δεν είναι μεταξύ πραγματικής επιστήμης και αυθεντικής εκκλησιαστικής παράδοσης. Είναι μεταξύ σύγχρονης μαγείας (=επιστημονισμού) και μαγικής θρησκευτικότητας.
Πιο κοντά στην εκκλησιαστική ανθρωπογνωσία είναι όσοι –πιστοί ή μη– νοσταλγούν την εορτή αυτή καθεαυτή. Εδώ που βρισκόμαστε δεν έχει πλέον τόση σημασία αν ανάγουν τη θερμή εμπειρία τους στην άνοιξη, ή σε αρχαίες διονυσιακές μνήμες, ή στη βουβή συναισθηματική θύμηση από τη συνεύρεση. Έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι πνευματικώς μεταεξετασταίοι. Το θέμα είναι να επιθυμούμε, και να είμαστε εκεί.
«Εμείς» εδώ και τώρα
Όπως όλα δείχνουν η απαγόρευση των εκκλησιαστικών ακολουθιών θα συνεχιστεί αρκετά ακόμα. Ας μην μας εμποδίσει όμως αυτό να ζήσουμε τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα έτσι όπως ξέρουμε: ανοιχτά και δημόσια, ο ένας κοντά στον άλλο. Τρόποι υπάρχουν, και έχω την εντύπωση ότι θα τους βρούμε.
Ένας απ’ αυτούς θα ήταν να προσαρμόσουμε στα καθ’ ημάς αυτό που ήδη έχουμε δει να γίνεται αλλού: Να ζήσουμε τις ακολουθίες τις Μεγάλης Εβδομάδας και της Ανάστασης από τα μπαλκόνια μας.
Δεν χρειάζονται πολλά μέσα. Ούτε γιγαντοοθόνες, ούτε άλλα παρόμοια. Θα αρκούσε ίσως ο συντονισμός μας στον ίδιο ραδιοφωνικό σταθμό. Ή μπορεί να υπάρχουν ακόμα καλύτερες, πιο ζωντανές ιδέες.
Και ας είναι η τέλεση της λειτουργίας προσαρμοσμένη σ’ αυτή την ειδική συνθήκη ώστε να προβλέπει εξ αρχής και να μπορεί να περιλάβει ουσιαστικά τη συμμετοχή όλων. Και ας προσαρμοστούν και οι τοπικές ενορίες σ’ αυτό το νέο δεδομένο, ενισχύοντας την εκκλησιαστική του διάσταση και δυσχεραίνοντας τις αναπόφευκτες παρεκτροπές.
Όπως μου έλεγε ένας φίλος που το συζητούσαμε, αυτή η συνθήκη των απομονωμένων στα «ίδια», που παρ’ όλα αυτά καταφέρνουν να συστήσουν ένα κοινό, είναι η κατ’ εξοχήν εκκλησιαστική συνθήκη.
Ας μη ξεχνάμε: εκκλησία, έκ-κληση, θα πει «εκ-καλούμαστε» να ξεσηκωθούμε από εκεί που βρισκόμαστε, ο καθένας απομονωμένος στον δικό του τόπο, για να συστήσουμε έναν νέο τόπο –έναν τόπο κοινό– συναντώντας όλοι μαζί αυτό ή Αυτόν που μας καλεί διά του θανάτου στη ζωή.
Νιώθω ότι αυτή θα ήταν η πιο καλή πνευματική ένεση για να αντέξουμε τη δοκιμασία, αλλά και για να προετοιμαστούμε γι’ αυτά που θα ακολουθήσουν μετά.
* Giorgio Agamben, «Μολυσματική νόσος» (19/3/2020 Antifono.gr) και «Contagio» (11/3/2020 Quodlibet.it).