Και πήγαν τα δόλια τα εγγονάκια μου σχολείο, όλο χαρά!
Να ξαναδούν τους φίλους τους, να έχουν τα τετραδιάκια τους, τα πολύχρωμα στυλό τους, τις κηρομπογιές τους και όλα τα καλά. Και πήγαν με διπλή χαρά, αφού το κράτος και η Υπουργάρα που μας κοτσάρανε είχε προνοήσει για την ασφάλειά τους: δωρεάν μάσκες και ατομικά παγουρίνια.
Και γυρνάνε τα πουλάκια μου κλαμμένα:
“Γιαγιά διψάσαμε, σαν ποτήρι ήταν το παγουρίνο”. “Εγώ γιαγιά ήθελα να πάρω της Λίζας που ήταν ροζ”. “Έβαλα τη μάσκα και δεν έβλεπα τίποτα”.
Λέω πάει, τα χάσανε.
Και βλέπω “τα εξαρτήματα βοηθείας” και φάνηκε η λευκή η τρίχα με τη μία στο κρανίο μου, την ένιωσα, κι ας βάφω ρίζα κάθε 15. Μάσκες που κάνουν μόνο σε ελέφαντες, παγουρίνια που κάνουν μόνο για ημερήσια δόση νερού γάτας.
Έξαλλη έγινα που μου κόβουν τη σύνταξη
για να αγοράσουν ό,τι μπούρδα τους κατέβει. Πάτε καλά παιδιά; Άντι να στρώσετε να νοσοκομεία, κάθεστε και σπαταλάτε δημόσιο χρήμα για λάθος μάσκες, λάθος παγουρίνια, λάθος μεγάλους περιπάτους;
Με έχετε σκάσει τη ρουφιάνα!
Δεν σας αντέχω άλλο! Το αίμα μας έχετε πιει. Τέτοια σύγχυση έχω να πάρω από τη μέρα που είδα τον Αντρέα να κατεβαίνει με τη Δήμητρα από το αεροπλάνο.
Αλλά τι μπορώ να κάνω;
Αν μη τι άλλο, τελειοποιώ τις συνταγές μου να φάνε κάτι τα πουλάκια μου, που σκάσανε με τις μάσκες που μοιάζουν με αλεξίπτωτα. Τους έκανα και λίγο χιούμορ: “Δεν πειράζει πουλάκια μου, κρατήστε τα να τα κάνετε αιώρες για τις barbie και τους superman όταν πηγαίνουν διακοπές”. Κάπως χάρηκαν εκεί που σκέφτηκαν το νέο παιχνίδι.