κοιμούμαι εναγκαλιζόμενος γυναίκαν ομοίαν με εξωγήινον τέρας ως τετράγωνον ρομποτικόν κιβώτιον με μηχανικά μέλη και τα μακρυνθέντα νύχια των ποδών μου τη γρατζουνούσι
φορώ εν καινούργιον ζευγάρι μποτάκια αλλά φαίνονται φορεμένα ανάποδα ούτως όμως εστίν ο σχεδιασμός των να φαίνουσι φορεμένα αναπόδως
σήμερον εξερχόμενος από του βραδινού ονείρου ησθάνθην ως αν απελευθέρωσα το κεφάλι μου από μίαν μαύρην θάλασσαν
εν τη αλάνη απέναντι της οικίας μου έχει παρκάρει όλη η Αθήνα κι αι επιβάται θέλουν να κόψουσι δρόμον έσωθεν του οίκου μου ίνα απευθυνθούν εις το Ηρώδειον Θέατρον «Ου δύνασθε να περάσετε από μέσα» λέγω «δε γίνεται»
πετώ φορών εν τεράστιον χάρτινον κωνικόν καπέλον κι όταν ευρίσκομαι εν οριζοντία στάσει ισορροπώ εν τω αέρα κι όταν σκύπτω το κεφάλι χάνω ύψος
εν δαιδαλώδει κτίριον προβάλλονται σκηνές από όπερας εις τετράγωνα παράθυρα καθίζομεν όπου ευρίσκουμεν κι οι ηθοποιοί οίτινες είναι και γκαρσόνια φορούσι γιλέκα και ξαπλώνουσιν μπρούμυτα εις τα τραπέζια ημών και ο σκηνοθέτης της παραστάσεως λέγει τη φίλη μου πόσον με ζηλεί και παρατηρώ ότι το κουλόν του χέρι στάζει αίμα ενώ ένας ηθοποιός αναδύεται αργώς εκ του εδάφους
το σπίτι γεμίζει με αυτάς τας κάμπιας αίτινες σύρονται επί τοις τοίχοις και είναι φορείς μιας νέας πανδημίας όπου τα δάκτυλα των χειρών αυτο-ακρωτηριάζονται και οι όσοι προσβάλλονται χρώνται τη αυτή έκφρασιν «Έκανα συκώτι»
θεωρώ εν γιγάντιον θαλάσσιον πλάσμα όμοιον προς σμέρναν δια μεγάλου παραθύρου εν τω αμπαρίω πλοίου κι έμπροσθεν ακριβώς της κρεβατοκάμαράς μου απλώνεται μέγα πάρκον όμοιον προς το Χάυδ Παρκ του Λονδίνιου με ξαπλώστρας όπου επί της πλησιεστέρας έχει αράξει μία πρώην φιλενάς μου
φέρουν τον κατηγορούμενον εντός μηχανισμού όμοιου με κιβώτιον εις την στάσιν του Εσταυρωμένου ιδρών και αγκομαχών καθότι ο μηχανισμός ούτος ον μεταφέρει συγχρόνως τον περικλείει
διά να ολοκληρωθή η μεταμόρφωσίς μου δέον εστίν να πίω αίμα εκ μεγάλου στριφογυριστού κέρατος εκ δέρματος και αργύρου κι ενώ ουδόλως το επιθυμώ έχω αποδεχθή κατά βάθος ότι θα μεταμορφωθώ εις βρυκόλακαν
μία ξανθή νεανίς με αγκαλιάζει και την ασπάζομαι είμαι γυμνός και περιπατούμεν εις τινί συνοικίαν όπου της λέγω να μη προχωρήσουμεν περαιτέρω εκτός αν αυτή είναι η Πόλις των Χίπηδων
θεωρώ διαστημικά κτίρια με καμπύλας όμοια προς υπερφυσικά γλυπτά εν μέσω των οποίων βαδίζουσιν βραδέως γιγάντια λευκά αιλουροειδή το εν οπίσω του άλλου
παρατηρώ εκ της αποστάσεως ανθρώπους ώσπερ μύγας εκτελούντας ακροβατικά επί πανύψηλου κατακόρυφου βράχου τινός εξ αυτών συντρίβονται εις τη γην και τα μέλη αυτών διασκορπίζονται πανταχού
το αντίπαλον στράτευμα ουκ έχει ανθρωπίνην μορφήν εν τω κέντρω και προς τα δεξιά παρατεταγμένοι εισίν κύνες «Πρέπει να χτυπήσουμε τους κύνας» λέγω
κάτι ως δίκτυον έχει αγκιστρωθή εις τον λάρυγγά μου και το τραβώ μέχρις ου αποκολλάται με έναν τελειωτικόν ήχον σκισίματος μεταξωτής φόδρας και το ρίπτω εις τον σκουπιδοτενεκέα και βλέπω εν οφθαλμώ βοός
εις μεγαλόσωμος ανήρ ανεβαίνει εις μίαν αυτοσχέδιον σκηνήν εν τω προσώπω αυτού αναγνωρίζω εν διάσημον ηθοποιόν από ταινίαν του Γκοντάρ «Λες να ’ναι ο Μπελμοντό;» διερωτούμαι
*«Χριστουγεννιάτικη Μελαγχολία» («Christmas Blues»): Φαινόμενο ψυχικής και σωματικής εξάντλησης, που συνοδεύεται από ευερεθιστότητα, απώλεια ενδιαφέροντος για δραστηριότητες, κρίσεις πανικού, άγχος, αλλαγές στο σωματικό βάρος και μειωμένη σεξουαλική διάθεση. Θυμίζει την Εποχική Συναισθηματική Διαταραχή (Seasonal Affective Disorder), που εμφανίζεται τους χειμερινούς μήνες, όταν η έκθεση στον ήλιο είναι περιορισμένη, το κρύο πιο έντονο και η διάρκεια της ημέρας μικρότερη.