Οι πρώτες αχτίδες ξεπρόβαλαν από τον Υμηττό και χάιδεψαν τα κεραμίδια. Η μικρή πόλη ξύπνησε. Κάποιοι είχαν ήδη φύγει για τις δουλειές τους αξημέρωτα. Σε συνοικίες σαν κι αυτή δεν υπήρχε πολυτέλεια για πρωινό χουζούρεμα. Η μέρα θα κυλούσε ακριβώς όπως η χθεσινή και ίδια όπως η αυριανή, αλλά κανείς δεν παραπονιόταν γι’ αυτό.
Από ένα μικρό ραδιοφωνάκι ακουγόταν η φωνή του Μπιθικώτση: «Φτωχολογιά, για σένα κάθε μου τραγούδι». Φασαρία κι απόνερα απ’ την μπουγάδα της διπλανής, τσακωμοί κι ύστερα φιλιώματα, μυρωδιές απ’ το φαγητό που έβραζε στην γκαζιέρα. Πόρτες ανοιχτές με καρέκλες απ’ έξω, γιαγιάδες που έπλεκαν νταντέλες καθισμένες στα σκαμνάκια τους. Καλημέρες και καλησπέρες που δεν λέγονται πια. Κουβεντολόι με τους απέναντι, πιατάκια να πηγαινοέρχονται «έτσι, για τη μυρωδιά».
Στα ταρατσάκια έπαιζε κρυφτό ο ήλιος με την απλωμένη μπουγάδα και στο χωματόδρομο τα παιδιά έτρεχαν παίζοντας κυνηγητό. Δυο γριές που κάθονταν πιο ’κει, τα σιχτίρισαν που σήκωναν σκόνη: «Στέγνωσε το στόμα μας από το χώμα! πηγαίντε αλλού!». Μα το στόμα τους είχε στεγνώσει από το κουτσομπολιό κι όχι από τον κουρνιαχτό. Ευτυχώς, σε λίγο θα περνούσε η καταβρεχτήρα του Δήμου να δροσίσει το δρόμο κι εκείνες να συνεχίσουν να «κεντούν» με τη γλώσσα τους κάθε κοπέλα που περνούσε από μπροστά τους πηγαίνοντας στο ψιλικατζίδικο ν’ αγοράσει ένα μασουράκι «Πεταλούδα» και μερικά τσιμπιδάκια.
Λίγο πιο πέρα, η μαρίδα της γειτονιάς κλωτσούσε μια σκισμένη μπάλα. Τα κορίτσια είχαν απλώσει τα κουζινικά τους στο πεζούλι κι έπαιζαν με τις κούκλες τους. Από μακριά, ακούστηκε η φωνή του παγωτατζή: «Βανίλια παγωτό με βύσσινοοο!»
Αργά το απόγευμα, ησυχία, μόνο ο λυπημένος γκιώνης ακουγόταν ψάχνοντας το χαμένο του αδελφό. Το γιασεμί σκορπούσε το άρωμά του στ’ αυλιδάκια. Με ματωμένα γόνατα κι αγκώνες γυρνούσαν τα παιδιά, οξυξενέ, κλάματα και πράσινο σαπούνι για να ξεπλυθούν όλες οι σκανταλιές της μέρας. Κι όπως το φεγγάρι έβγαινε σιγά σιγά σαν κεράκι που ανάβει πίσω απ’ το βουνό, οι φωνές γίνονταν ψίθυροι και παραμύθια. Οι μάνες άναβαν τις λάμπες πετρελαίου και οι γιαγιάδες δίπλα στα καντήλια που τρεμόσβηναν παρακαλούσαν την Παναγία για τα ξενιτεμένα τους παιδιά. Ήταν η ώρα που ησύχαζε η γειτονιά… Μέχρι το άλλο πρωί, που ξεκινούσαν όλα απ’ την αρχή!
*γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου | Δημοσιογράφος (Association of European Journalists AEJ)