Τι γίνεται με τα παραμύθια σήμερα; Τι θέση έχουν σε μία καθημερινότητα όπου ο γονιός κατάκοπος το βράδυ προτιμά τη λύση του τάμπλετ και της εικόνας, αντί να κάθεται να διαβάζει για μία ακόμα φορά το αγαπημένο παραμύθι του παιδιού;
Όμως ο συνδυασμός της φωνής, του ξεφυλλίσματος του χαρτιού σε ένα ήρεμο περιβάλλον, της σπιτικής-ανθρώπινης μυρωδιάς, δημιουργεί έναν φανταστικό, μη άμεσα εικονοποιημένο κόσμο, που τοποθετεί το παιδί στη θέση του οδηγού και του δημιουργού, για το πώς θα πλάσει τη δράση.
Εξαιρετικό είναι ακόμα το γεγονός πως τα παιδιά αγαπούν να ακούν το ίδιο και το ίδιο παραμύθι κάθε βράδυ. Μία μητέρα αναρωτιόταν αν έκρυβε κάτι ανησυχητικό αυτή η συνήθεια του παιδιού της. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί πόση ανάγκη από σταθερότητα και σιγουριά έχουν τα παιδιά. Κάποιο παιδί εκμυστηρεύτηκε πως του άρεσε να ακούει το ίδιο παραμύθι για να είναι σίγουρο πως στο τέλος η καμηλοπάρδαλη γλίτωνε από το λιοντάρι!
Υπάρχουν διαφορετικές απόψεις για την καταγωγή και την εξέλιξη των παραμυθιών. Στην αρχαιότητα δεν αφορούσαν τους ανήλικους, μα τους ενήλικες. Υπήρχε η διάσταση της συμβουλής, της παρηγοριάς και λίγο αργότερα και της ψυχαγωγίας. Έτσι, η νουθεσία γινόταν πιο αποτελεσματική, με ωμό και βίαιο χαρακτήρα, με ρητά, απαγορευμένες πράξεις – τόπους – αντιλήψεις.
Σιγά σιγά τα παραμύθια απόκτησαν έναν καθαρά διαπαιδαγωγικό και μορφωτικό χαρακτήρα στην προσπάθεια να δημιουργηθούν ταυτότητες, έννοιες, πρότυπα συμπεριφοράς, ειδικά για τα νέα μέλη των κοινωνιών και της οικογένειας.
Τα βίαια χαρακτηριστικά δεν αμβλύνθηκαν ολοκληρωτικά. Ο Θάνατος, το κακό που παραμονεύει, η απώλεια δημιουργούσαν ένα καθαρό πλαίσιο στα μυαλά των ανθρώπων. Και αν σκεφτεί κανείς τη ζωή στα χρονιά του 16ου και 17ου αιώνα, πολλά από αυτά ερμηνεύονται.
Η «ντισνεοποίηση» των κλασικών παραμυθιών, μέσω του κινηματογράφου, ωραιοποίησε, άμβλυνε, εκλέπτυνε, όχι μόνο το περιεχόμενο, αλλά και τη μορφή. Ο Δυτικός άνθρωπος έπρεπε να «προφυλαχτεί» από ακρότητες, την ώρα βέβαια που η παραγωγή παιχνιδιών αναπαράγει τη βία στο έπακρο. Μία ακόμη αντίφαση…
Φτάνουμε έτσι, κάπως γρήγορα και εξαιρετικά αφαιρετικά, στο σήμερα. Νομίζω πως ελάχιστοι πια θα διαβάζουν στα παιδιά τους τη Χιονάτη, Τα εφτά κατσικάκια και την Κοκκινοσκουφίτσα. Όποιος βέβαια τα καταγγείλει ως στερεοτυπικά αδυνατεί να συλλάβει την εξέλιξη. Τα στερεότυπα δεν ήταν πάντα στερεότυπα. Ύστερα από μερικά χρόνια, ορισμένες ιδέες που σήμερα φαντάζουν πρωτότυπες στην καλύτερη περίπτωση θα μετασχηματιστούν σε στερεότυπα. Στη χειρότερη, δε θα τις θυμάται κανείς, ούτε αυτές ούτε τους δημιουργούς τους.
Στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικοί συγγραφείς και εκδοτικοί οίκοι που ανοίγουν δρόμους και δημιουργούν. Το παραμύθι εξελίσσεται, πλαταίνει σαν μόρφωμα για να μπορέσει να ανταποκριθεί στα σύγχρονα προβλήματα, σεβόμενο την παιδική ψυχή και τις πολύπλευρες ανάγκες της. Το να περιγράφεις δύσκολες καταστάσεις χωρίς να καταφεύγεις σε βία και ωμότητα είναι κάτι εξαιρετικά πολύτιμο στις μέρες μας.
Δύο επισημάνσεις για το τέλος:
1. Διαβάστε παραμύθια στα παιδιά. Μάθετέ τα να ταξιδεύουν. Δοκιμάστε να αφήσετε για μια δυο φορές έξω την εικονογράφηση, όσο όμορφη κι αν είναι. Εντάξτε τη λίγο λίγο. Το διάβασμα ή η αφήγηση ενός παραμυθιού είναι δημιουργικός-ποιοτικός χρόνος.
2. Ακούστε το παραμύθι που διαβάζετε, τις πιο πολλές φορές απευθύνεται και στον ενήλικα.
Αφήνω εδώ να υπάρχει μία προσέγγιση για να αναρωτηθούμε αν αυτό είναι το «νέο» που χρειαζόμαστε.
Το στερεοτυπικό κάποτε είχε μία αξία. Το γραφικό;
Όταν ο λύκος τρώει την γιαγιά αναφέρεται ότι «απαλλαγμένος από άκαμπτες, παραδοσιακές αντιλήψεις περί αρρενωπότητας και θηλυκότητας, φόρεσε το νυχτικό της γιαγιάς και χώθηκε στο κρεβάτι».
Όταν ο ξυλοκόπος σπεύδει να βοηθήσει «“Και τι νομίζεις ότι κάνεις;” ρώτησε η Κοκκινοσκουφίτσα. Τα μάτια του ξυλοκόπου ανοιγόκλεισαν και προσπάθησε να απαντήσει, αλλά δεν του ήρθε καμία λέξη. “Ορμάς εδώ σαν Νεάντερταλ, αναθέτοντας στο όπλο σου να σκεφτεί για σένα!” φώναξε. “Σεξιστή! Ρατσιστή! Πώς τολμάς να υποθέσεις ότι μια γυναίκα και ένας λύκος δεν μπορούν να λύσουν τα δικά τους προβλήματα χωρίς τη βοήθεια ενός άνδρα!” Όταν άκουσε την παθιασμένη ομιλία της εγγονής της, η γιαγιά πήδηξε από το στόμα του λύκου, πήρε το τσεκούρι του ξυλοκόπου και απέκοψε το κεφάλι του».
Και στο τέλος του παραμυθιού: «Μετά από αυτή τη δοκιμασία, η Κοκκινοσκουφίτσα, η γιαγιά και ο λύκος αισθάνθηκαν δεμένοι με έναν κοινό σκοπό. Αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα εναλλακτικό νοικοκυριό με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και τη συνεργασία, και έζησαν μαζί στο δάσος ευτυχισμένοι για πάντα».
*Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι μία εναλλακτική θεώρηση της Κοκκινοσκουφίτσας στο πλαίσιο των προγραμμάτων δεξιοτήτων, σύμφωνα με εκπαιδευτικό υλικό που έχει εγκριθεί από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.