Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τόπος. Απλώνονταν αυτός ανάμεσα σε δυο βουνά, θεριά ολάκερα που σηκώνονταν ψηλά ίσαμε τον ουρανό. Κοντά στα ριζά του ενός απ’ τα δυο ήτανε ένα χάνι. Στεκόταν τούτο κειδά για χρόνια πολλά κι όλοι ήξεραν πως το είχανε δουλέψει τρεις γενιές χανιτζήδες.
Από κει περνούσαν όλα τα καραβάνια, άλλες φορές συντροφιές-συντροφιές από πραματευτάδες κι άλλες πάλι ταξιδιώτες μονάχοι που ζητούσαν καινούργια χώματα να μπολιάσουνε την τύχη τους. Μα να ανέβεις το βουνό εύκολο πράγμα του λόγου του δεν ήταν κι ας απλώνονταν από την άλλη μεριά η μεγάλη πολιτεία πνιγμένη μέσα στα βουητά και τις φωνές του κόσμου να περιμένει καινούργιους μουσαφίρηδες. Όλος ο κόσμος το ’χε το λοιπόν συνήθειο να σταματάει στην άκρη του τόπου, μπροστά στα πόδια κείνου του βουνού, να ξεκουράσει το κορμί του πριν αρχινέψει να σκαρφαλώνει στο βουνό για να βρεθεί από την άλλη μεριά.
Κάμποσες μέρες κόντευαν για να έρθουν τα Χριστούγεννα. Το χάνι μοσχομύριζε απ΄ τα χοιρινά που ψήνονταν ολημερίς πάνω στις σούβλες, για να χορτάσουνε τους ταξιδιώτες. Το ’ξερε ο χανιτζής πως τέτοιες μέρες ο κόσμος ήτανε στους δρόμους και ήθελε να μην αφήσει κανέναν με το παράπονο. Τούτο το χάνι το ήξεραν όλοι καλά σ’ εκείνον τον τόπο, δεν ξέμενε ποτές του μήτε από κρασί μήτε από κοψίδι και το ψωμί του πάντα ζυμωτό. Το μαγαζί ήτανε γεμάτο από κόσμο, πραματευτάδες, έμποροι, προσκυνητές, στρατιώτες, άνθρωποι ντόπιοι και περαστικοί ανάκατα, φίλοι και ξένοι λέγανε τα νέα τους και μάθαιναν των αλλωνών.
Ο παραμυθάς που έβγαινε τα βράδια να συντροφέψει τους ανθρώπους βολεύτηκε στη γωνιά του, κάποιοι τον κέρασαν κρασί και ταμπάκο κι αυτός άρχισε με τη σειρά του να τρατάρει τον κόσμο ιστορίες ταξιδεμένες στους καιρούς. Έξω είχε βάλει κρύο για τα καλά. Την ώρα που είχε ξεκινήσει να αραδιάζει τούτος τα παραμύθια του στον κόσμο που ’χε αρχίσει να μαζεύεται γύρω του, μπήκε στο μαγαζί ένας ξένος, ένας περαστικός, ταξιδιώτης ήτανε. Τα μούτρα του τα ’χε χαμηλά και στα μάτια του έκρυβε έγνοιες. «Χανιτζή! Φέρε κρασί!» φώναξε και στη στιγμή ο παραγιός με το που κούνησε το αφεντικό του το κεφάλι, έτρεξε να φέρει το κανάτι.
Ο ξένος έβαλε να πιεί και κάτι μουρμούρισε για το κρασί και τον παραμυθά. Ύστερα φώναξε του χανιτζή να σιμώσει. «Δε μου λες χανιτζή, μήπως ξέρεις τι λογής κόσμος ζει στην πολιτεία που θα συναντήσω σαν περάσω πίσω απ’ αυτό το βουνό;» Ο χανιτζής τον κοιτάζει στα μάτια και αποκρίνεται: «Θα σου πω, ξένε, μα πες μου πρώτα εσύ, τι λογής κόσμο άφησες πίσω σου στα μέρη απ’ όπου μας έρχεσαι;» Το μάτι του ταξιδιώτη άστραψε και λέει: «Έγνοια που μου έφερες στο νου, χανιτζή! Φτου! Ούτε να τους θυμάμαι δε θέλω. Τεμπέληδες, κλέφτες και παλιανθρώποι, με την κουβέντα τους έτοιμη στο στόμα να σε πληγώσουν. Μήτε μπέσα είχαν μήτε φιλότιμο, ανάθεμά τους!» Ο χανιτζής τον κοιτάζει καλά-καλά και του λέει: «Πολύ φοβάμαι πως ο λόγος μου θα σε στενοχωρήσει, ταξιδιώτη. Γιατί θαρρώ πως ο κόσμος που ζει στην πολιτεία πίσω απ’ το βουνό, τέτοιος είναι, σαν αυτός που άφησες πίσω σου στα μέρη τα δικά σου…» Ο ξένος αμολάει μια βρισιά και σηκώνεται μεμιάς απ΄ το τραπέζι. Βγάζει δυο παράδες και τους πετάει πάνω στο τραπέζι. Βουτά το πανωφόρι του και βγαίνει απ΄ την πόρτα του χανιού και σε λίγο χάνεται μέσα στο δρόμο.
Δεν πέρασε λίγη ώρα κι η πόρτα του μαγαζιού άνοιξε και πάλι. Τούτη τη φορά το κατώφλι δρασκέλησε ένας ταξιδιώτης, κι αυτός μονάχος. Κάθισε σε μια γωνιά κι άρχισε ν’ αφουγκράζεται τις ιστορίες του παραμυθά. Την ώρα που ο παραγιός του μαγαζιού σίμωσε να πάρει παραγγελιά, ο ξένος έβαλε το δάχτυλο μπροστά στο στόμα κι είπε ψιθυριστά: «ΣΣΣςςς! Ελα σε λίγο που θα τελειώσει την ιστορία, τώρα θέλω ν’ ακούσω λίγο, να καταλαγιάσουν τα μέσα μου…»
Ο παραμυθάς τέλειωσε τις ιστορίες του, ο κόσμος ανάσανε καλύτερα και στις παρέες άρχισαν πάλι τα χωρατά και τα κεράσματα. Ο χανιτζής πήγε ο ίδιος τώρα να πάρει παραγγελιά από τον ταξιδιώτη. Σαν πλησίασε γυρίζει ο ξένος και του λέει: «Τι καλά που έχεις παραμυθά στο μαγαζί σου, να ακούει ο κόσμος παραμύθια, να αλαφραίνει η ψυχή του, να ξεχνά για λίγο τα βάσανα και να παίρνει κουράγιο… Δε μου λες πατριώτη, μήπως ξέρεις τι λογής κόσμος είναι στην πολιτεία, τη μεγάλη που συναντάς σαν περάσεις τούτο το βουνό;» Ο χανιτζής τον κοιτάζει και του αποκρίνεται: «Θα σου πω, φίλε, τι λογής κόσμος είναι στη μεγάλη πολιτεία μετά το βουνό, μα για πες μου του λόγου σου εσύ, τι κόσμο άφησες στα χώματα απ’ όπου μας έρχεσαι;» Το μάτι του ταξιδιώτη δάκρυσε και λέει: «Αχ, δε χωράει ο νους σου, τι ανθρώπους άφησα πίσω μου… Δουλευτάδες, με την πόρτα του σπιτιού τους ανοιχτή στον ξένο, το ζητιάνο, τον περαστικό. Να σε δουν σε στενοχώρια, να πουν μια κουβέντα να γίνει ο πόνος σου μισός, στη χαρά σου να χαρούν κι εκείνοι μαζί σου. Αν δεν τα ’φερνε έτσι ανάποδα η ζωή, δε θα άφηνα ποτέ τα μέρη που έχω θάψει τα γονικά μου…»
Ο χανιτζής του χτύπησε μαλακά τον ώμο και του λέει: «Μη στενοχωριέσαι, αδερφέ, γιατί θαρρώ πως η πολιτεία που θα συναντήσεις σαν περάσεις το βουνό, τέτοιους ανθρώπους έχει, σαν αυτούς που άφησες πίσω σου…» Ο ταξιδιώτης ευχαρίστησε, ήπιε λίγο κρασί, έφαγε λίγο ψητό και σαν ήρθε η ώρα να φύγει φώναξε τον παραγιό, του έβαλε κάμποσους παράδες στη χούφτα του και του λέει: «Κράτα τούτα για το φαγί, πάρε κι εσύ το κατιτίς σου και κέρνα από μένα μια κούπα κρασί τον παραμυθά, απ’ αυτό που πίνει…»
Ύστερα έβαλε τη σκούφια του και φώναξε στον κόσμο: «Πατριώτες, χρόνια πολλά!», έσιαξε το κασκέτο του, έσφιξε το πανωφόρι του, άνοιξε την πόρτα και χάθηκε μέσα στον αέρα. Ο παραγιός σιμώνει το χανιτζή και του λέει: «Αφεντικό, εγώ πάντα ακούω τις κουβέντες σου κι έχω να μάθω από σένανε πολλά. Μα σήμερα με μπέρδεψαν, θαρρώ… Πέρασαν και στάθηκαν δυο άνθρωποι αλλιώτικοι, άλλη πάστα ο ένας, άλλη πάστα ο άλλος. Άλλα είπε ο ένας, άλλα είπε ο άλλος. Μα εσύ αποκρίθηκες και στους δυο με τα ίδια λόγια!»
Ο χανιτζής γυρίζει τότε και του λέει: «Ο καθένας συναντά μπροστά του αυτό που κουβαλάει μέσα του…»
Discussion about this post