Μια περιήγηση σε τόπους της Αθήνας, όπου τα ανθρώπινα πάθη και η Ιστορία διασταυρώθηκαν με τη βία και τον θάνατο.
Μια καταγραφή των σκοτεινών πλευρών της αθηναϊκής πατριδογνωσίας, απ’ όπου αναβλύζει η απωθημένη αστεακή «μνήμη του αίματος».
Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, η οδός Ακαδημίας αποτελούσε κατ’ ουσία το βορειοδυτικό «σύνορο» της Αθήνας. Αργότερα σε όλο το μήκος της αναγέρθηκαν ενδιαφέροντα νεοκλασικά, μοντερνιστικά και μεταπολεμικά κτήρια. Το 1954, δύο από αυτά συνέθεσαν το σκηνικό ενός εγκλήματος με «φόντο» μία… επιθεώρηση.
Στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Ιπποκράτους 15 βρίσκεται το χαρακτηριστικό πενταώροφο μέγαρο της Πανεπιστημιακής Λέσχης του ΕΚΠΑ. Οικοδομήθηκε την περίοδο 1926-1931 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Νικολούδη (1874-1944) και λόγω της ακαδημαϊκής χρήσης του χαρακτηρίζεται από αυστηρά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως νεοκλασικά αετώματα στα παράθυρα, «δωρικούς» πεσσούς στις κάθετες ζώνες κ.ά. Για πολλές δεκαετίες, σε αυτό διοργανώνονται σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ ξεχωριστή θέση κατέχουν οι προβολές κορυφαίων ταινιών και η παρουσίαση κινηματογραφικών αφιερωμάτων στην αίθουσα εκδηλώσεων «Ίριδα».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, στο δώμα του κτηρίου διέμενε η Ελευθερία Καμπάνη με τον άντρα της. Γύρω στις 10 το βράδυ της Δευτέρας 2 Αυγούστου 1954 άκουσε κάποιον να καλεί σε βοήθεια. Θυμήθηκε πως την ατάκα αυτή εκφωνούσε εκείνη την ώρα ένας ηθοποιός από τη θεατρική επιθεώρηση «Τα Μπλε Τριαντάφυλλα», που παρουσιαζόταν στο παρακείμενο (ανοιχτό) θέατρο «Ακροπόλ» (Ιπποκράτους 9-11), και δεν έδωσε σημασία. Λίγο μετά, η Καμπάνη ξανάκουσε την ίδια φωνή -αυτή τη φορά βεβαιώθηκε πως ερχόταν από το γειτονικό κτήριο του Γενικού Χημείου του Κράτους (Ακαδημίας 57, πάνω από τη σημερινή «Στοά Όπερα»).
Γεμάτη ανήσυχη περιέργεια, βγήκε στην ταράτσα της Πανεπιστημιακής Λέσχης και από εκεί είδε έναν γεροδεμένο νεαρό άντρα να περιφέρεται στην ταράτσα του Χημείου. Η Καμπάνη δεν τον γνώριζε, αλλά τον είχε δει να επισκέπτεται συχνά το Χημείο. Λίγη ώρα μετά, ο νεαρός άντρας εξαφανίστηκε από το οπτικό της πεδίο και η ίδια επέστρεψε στο διαμέρισμά της.
Γύρω στις 2 το πρωί της 3ης Αυγούστου, στο Χημείο ξέσπασε πυρκαγιά. Οι πυροσβέστες, που έσπευσαν στο περιστατικό, εντόπισαν στις σκάλες το πτώμα του 45χρονου φύλακα του κτηρίου, Γιώργου Ρούφου, με κατάγματα στο κρανίο. Καθώς ο Ρούφος ήταν ανάπηρος και φορούσε ξύλινο πόδι, οι πυροσβέστες και οι αστυνομικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός του οφειλόταν σε ατύχημα, κάτι που ενισχύθηκε και από την ιατροδικαστική έκθεση. Ακόμα κι όταν διαπιστώθηκε πως όλες οι οικονομίες του θύματος είχαν εξαφανιστεί, η αστυνομία απέδωσε την κλοπή σε κάποιον τυχαίο περαστικό που βρέθηκε στο σημείο αμέσως μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς.
Η Πανεπιστημιακή Λέσχη το 1933, λίγα χρόνια μετά την οικοδόμησή της.
Το κτήριο, στη συμβολή των οδών Ακαδημίας και Ιπποκράτους, σήμερα.
photo: Κατερίνα Ράγκου
Όμως, η Καμπάνη επέμενε πως είχε ακούσει το θύμα και όχι τον ηθοποιό της παράστασης του «Ακροπόλ» να καλεί σε βοήθεια και πως είχε δει έναν νεαρό άντρα στην ταράτσα του Χημείου λίγο προτού ξεσπάσει η φωτιά. Μάλιστα, λίγες ημέρες μετά και κατόπιν δικής της έρευνας κατάφερε να «ταυτοποιήσει» τον άντρα αυτόν: επρόκειτο για τον 21χρονο ανιψιό του Ρούφου, Δημήτρη Δράκο, υπάλληλο στο Ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Και πάλι, ωστόσο, δεν δόθηκε καμία συνέχεια στην υπόθεση.
Όμως, ύστερα από μερικούς μήνες, στην κατάθεση της Καμπάνη προστέθηκαν και άλλες ενοχοποιητικές μαρτυρίες γνωστών του Δράκου: χαρακτηριζόταν σπάταλος και γυναικάς, ενώ σύμφωνα με τη σύζυγο του Ρούφου, Μαλάμω, εκδήλωνε συχνά ζωηρό ενδιαφέρον για τις οικονομίες του θείου του. Ο Δράκος αρνήθηκε πως είχε δολοφονήσει τον Ρούφο· υποστήριξε πως στις 2 Αυγούστου συνάντησε το θείο του από τις 7 έως τις 10 μ.μ. και πέρασε το υπόλοιπο βράδυ σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας με μία γυναίκα. Η γυναίκα αυτή κατέθεσε ότι πράγματι είχε περάσει με τον Δράκο το βράδυ εκείνο, συμπληρώνοντας πάντως ότι ο νεαρός φίλος της επιδείκνυε το πλούσιο κομπόδεμά του και το πρωί την έστειλε να του αγοράσει καινούργια ρούχα, διότι τα δικά του ήταν λερωμένα με αίμα.
Τελικά, τον Δεκέμβριο του 1955 η υπόθεση έφτασε στην αίθουσα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Οι μάρτυρες κατηγορίας παρουσίασαν σημαντικά ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Δράκο, αλλά ο κατηγορούμενος απαντούσε σταθερά πως «λένε ψέματα». Την ίδια στάση κράτησε και όταν κατέθεσε η Καμπάνη, επιμένοντας στην αθωότητά του με βασικό υπερασπιστικό όπλο την ευνοϊκή γι’ αυτόν ιατροδικαστική έκθεση.
Εξαιτίας της σύγκρουσης των μαρτυριών και της έκθεσης αυτής, το δικαστήριο διέταξε να επανεξεταστεί το πτώμα. Αυτή τη φορά, οι ιατροδικαστές συνήγαγαν το συμπέρασμα ότι το θύμα είχε πράγματι δολοφονηθεί με πολλαπλά κτυπήματα στο κρανίο. Μετά από την εξέλιξη αυτή, το δικαστήριο καταδίκασε τελικά τον Δράκο σε ισόβια δεσμά. Ακούγοντας την απόφαση, ο ίδιος δήλωσε: «Είμαι αθώος. Άδικα με στέλνετε στη φυλακή. Δεν υπάρχει Δικαιοσύνη».
Ο Γιάννης Ράγκος (1966) είναι ανεξάρτητος (freelance) δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίες εκδόσεις του: το αστυνομικό μυθιστόρημα Μυρίζει αίμα (Καστανιώτης, 2019) και το κόμικ Ληστές (Polaris, 2020) σε σενάριο δικό του και σχέδια Γιώργου Γούση.