Πλησίαζαν Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά.
Οι γιορτές των παιδιών και όλων των ενήλικων παιδιών.
Οι φετινές γιορτές όμως κουβαλούσαν μια αβάσταχτη θλίψη και μια κρυμμένη
ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Σκληρός απειλητικός χειμώνας γύρω μας.
Κουρασμένοι φοβισμένοι άνθρωποι, πολιορκημένοι ψυχή τε και σώματι.
Πανδημία απειλών, απωλειών, στατιστικών. Τα φώτα των στολισμένων δρόμων
πάσχιζαν να ομορφύνουν τις γκρίζες μέρες μας.
Από τα μεσάνυχτα άρχισε να χιονίζει, πυκνές λευκές νιφάδες έπεφταν από ψηλά
σε όλη τη πολιτεία σαν απόκοσμα σιωπηλά θαυμαστικά.
Το πρωινό ήλθε παγωμένο, κάτασπρο ,φωτεινό, ένας ύμνος στο λευκό.
Η Πολιτεία με στολισμένα παράθυρα και κατάφωτα μπαλκόνια, χιονισμένες αυλές
και πλατείες, λευκά γλυπτά τα δένδρα, οι θάμνοι ,και βαθιές αόρατες πληγές.
«Που να πάω με τέτοιο καιρό» αναρωτήθηκε κοιτάζοντας από το παράθυρο
την ολόλευκη σιωπή που έπεφτε απαλά στους δρόμους και στη ζωή.
Έτσι αποφάσισε να μείνει μέσα. Έστω μόνος για μια ακόμη φορά όπως γινόταν
τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά ήταν τουλάχιστον ζεστά και γνώριμα.
Δεν ήταν το κρύο, ούτε το άγνωστο που τον φόβιζε.
Αυτή η παλιά ανερμήνευτη ατολμία του βαθιά ριζωμένη στο παιδικό του κόσμο
άπλωνε τα κλαδιά της μέχρι τον ενήλικο εαυτό του.
Άνοιξε μια μπύρα, κάθισε στη παλιά φθαρμένη πολυθρόνα του παππού
κι άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Έβαλε την αγαπημένη του μουσική
στο στερεοφωνικό, πήρε ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη – το αγαπημένο
του βιβλίο – και χάθηκε κάπου ανάμεσα στις μπύρες, στα τσιγάρα, στη ποίηση
και στη μουσική καθώς η μοναξιά για άλλη μια φορά ερωτροπούσε τρυφερά
με την ακίνητη ζωή του.
Χτύπησε το τηλέφωνο, δεν απάντησε, ήταν ένας ενοχλητικός θόρυβος μέσα στη
γλυκιά ζάλη της γκρίζας ζωής του.
Η μνήμη του σαν καλή νεράιδα τον πήρε από το χέρι κι άρχισε να τον ταξιδεύει
στα περασμένα πίσω, τρέχοντας, εκεί που χάνονταν ο χρόνος ,εκεί που όλα είχαν
μια καθαρότητα, μια αλλιώτικη μυρωδιά, μια παλιά άφθαρτη αθωότητα.
Τότε που παιδάκι χωμένο μέσα στο χιόνι της παιδικής του απεραντοσύνης
πάλευε με τα παγωμένα χέρια του να φτιάξει ένα χιονάνθρωπο.
Δυο ξυλιασμένα κατακόκκινα χεράκια πάσχιζαν να στήσουν στο δρόμο
ένα όμορφο γελαστό χιονάνθρωπο με δυο καρύδια για μάτια και τρία κλαδάκια,
δυο για χέρια κι ένα για μύτη, αλλά ήταν γυμνός ,τόσο γυμνός
που τον έντυσε με τα ρούχα του ,του φόρεσε ένα σκούφο κι ένα κασκόλ
κι όταν τέλειωσε κάθισε απέναντι. Τον παρατηρούσε κι άρχισε να γελάει .
Φάνταζαν τόσο αστεία και παράταιρα τα ρούχα του πάνω στον μεγάλο
λευκό φίλο του κι άρχισαν να γελάνε και οι δυο δυνατά και τρανταχτά.
Ζεστά τρυφερά γέλια στη καρδιά ενός παγωμένου άγριου χειμώνα.
Άρχισαν να μιλάνε για λαμπερά καλοκαίρια ,για δειλινά που έγραφαν
τις πιο όμορφες λέξεις στις καρδιές ,για τη θάλασσα που ζωγράφιζε γαλάζια
τα όνειρα των παιδιών, για τη νύχτα που φύτευε αστέρια στα σκοτάδια,
για την άνοιξη που πλημμύριζε με χρώματα και μυρωδιές τις ημέρες
των ανθρώπων, για τον ουρανό που φρόντιζε στοργικά ότι σκέπαζε
με την απέραντη θωριά του, για την αγάπη που ήταν κρυμμένη σε βαθιά
βλέμματα ,σε ραγισμένες καρδιές ,σε ρημαγμένα σπίτια, μίλαγαν για την ελπίδα
που θήλαζε τον κόσμο, για το άδικο και το κακό που απλωνόταν σαν επιδημία
σε όλες τις πολιτείες , σε όλες τις γειτονιές και έκαιγαν σαν μαύρος ήλιος τις αθώες
ψυχές, τις τσακισμένες ζωές.
Μίλαγαν γι’ αυτά κι άλλα τόσα ώσπου μια γλυκιά κούραση τον αγκάλιασε,
κοίταξε άλλη μια φορά τον χιονάνθρωπό του με ζωγραφισμένη τη χαρά και την
αγάπη στα μάτια του, τον φίλησε και τον καληνύχτισε.
Ύστερα από μια κρύα αφέγγαρη νύχτα χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί καλά
ανησυχώντας για τον τεράστιο λευκό φίλο του έφθασε το ξημέρωμα .
Έτρεξε στη πόρτα και η εικόνα που αντίκρυσε ήταν τραγική και θλιβερή.
Ήταν ακόμη εκεί αλλά χωρίς χέρια, χωρίς μύτη ,λασπωμένος, γκρεμισμένος.
Έκλαιγε ασταμάτητα όχι για τα μουσκεμένα ρούχα και το βρώμικο σκούφο του
-αυτό ήταν το λιγότερο – αλλά για τις αμέτρητες μικρές πληγές που έλιωναν αργά
και βουβά τον αγαπημένο φίλο του.
Μα αυτό που τον συγκλόνισε περισσότερο ήταν τα μάτια του.
Ήταν άδεια, δεν υπήρχαν. Δυο μικρά λευκά φεγγάρια που χάνονταν αργά
δακρυσμένα ,του φάνηκε να λάμπουν για μια στιγμή πριν τα δικά του
πλημμυρίσουν με δάκρυα.
Έκλαψε πολύ αυτή την ημέρα και την επόμενη, κι ήλθαν κι άλλες πολλές μέρες.
Έτρεχαν τα χρόνια, έτρεχε ο καιρός σαν καράβι ακυβέρνητο, έτρεχε κι αυτός
διαβαίνοντας τις εποχές, τις δεκαετίες ,αλλάζοντας ηλικίες, πέρασαν πολλοί
χειμώνες και καλοκαίρια, χάθηκαν όλα αυτά, μεγάλωσε ,το ταξίδι μακρύ, δύσκολο ,
μαγευτικό, μοναδικό.
Και σήμερα νατος με γκρίζα μαλλιά ,κουρασμένος ,παραδομένος ανάμεσα σε
βιβλία, παλιά έπιπλα ,μουσικές μελωδίες, να χάνεται σε αχαρτογράφητους
μοναχικούς δρόμους και ένδοξες ήττες.
Στο δρόμο είχαν βγει τα παιδιά της γειτονιάς του κι έπαιζαν στο χιόνι ,
βγήκε στην αυλή κι όπως τα παρατηρούσε ,τα γέλια τους , τα ξεφωνητά τους,
ένα απροσδόκητο παράξενο συναίσθημα γέμισε με ζεστασιά τη ψυχή του.
Γλύκανε η μοναξιά ,ανατρίχιασε η κατάθλιψη, οπισθοχώρησε η ατολμία του,
το βλέμμα του σπινθηροβόλο, αλλοπαρμένο, αήττητο .
Μια σκέψη άστραψε ξαφνικά στο μυαλό του σαν φωτοβολίδα κι άρχισε να γελάει
δυνατά κι ασταμάτητα. Ένα βαθύ ξεχασμένο γέλιο ακουγόταν σε όλα τα δωμάτια,
μέχρι έξω .
Τα παιδιά ,το χιόνι ,ο χειμώνας, οι αγαπημένες του Γιορτές ήταν εκεί και του
έγνεφαν ανεμίζοντας σαν σημαία το αλησμόνητο, το αθώο , το τρυφερό παιδί ,το
κρυμμένο από τις επιδρομές του χρόνου.
Έσβησε το τσιγάρο, φόρεσε το παλτό του, πήρε το σκούφο του, ένα κασκόλ ,
πήγε στη κουζίνα, άνοιξε το βάζο με τα καρύδια έβαλε δυο στις τσέπες του,
έκοψε τρία μικρά κλαδιά από τη γυμνή καρυδιά της αυλής του και βγήκε έξω.
¨Ποτέ δεν είναι αργά ¨ ψιθύρισε.
Ο Στάθης Σιώμος είναι ποιητής, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών,
έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές . Το «Ανοιχτό παράθυρο» εκδόσεις οδός Πανός
και τις «Ελεο-γραφίες» εκδόσεις ΟΤΑΝ.