Έχεις αναρωτηθεί πόσος είναι ο χαμένος χρόνος σε μια πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων;
Κάποτε, στο άκουσμα της ερώτησης «θα ζούσες ποτέ μακριά από την Αθήνα;» γύριζα το κεφάλι μου σαν δαιμονισμένη. Όχι γιατί δεν εκτιμούσα τις μικρές πόλεις, ίσα ίσα. Όμως, συνομιλώντας με φίλους που ζούσαν σε χωριά και το χειμώνα, ένιωθα ότι βίωναν έναν εγκλωβισμό. Ίδιοι άνθρωποι, ίδια μαγαζιά, ίδια στέκια, περιορισμένες μετακινήσεις. Αυτό ήταν κάτι πολύ παράξενο για ένα παιδί που μεγάλωσε στην Κυψέλη, με τα τρόλεϊ και τα τρένα στα πόδια του, το σινεμά στα 100 μέτρα, 4 θέατρα επίσης στα 100 μέτρα, 2 μουσεία στα 500 μέτρα και την Ακρόπολη στην πρώτη λεωφόρο αριστερά. Ακόμη κι όταν μετακόμισα στην Πεύκη, δεν μου φαινόταν τίποτα «πολύ». Το μισάωρο του τρένου για να κατέβεις κέντρο δεν ήταν και τόσο βαρετό, αλλά τρόπος ζωής και μάλιστα μποέμικης, ενώ δεν έλειπαν τα περίπτερα τα μεταμεσονύχτια ούτε σε αυτή τη γειτονιά των συνταξιούχων.
Πράγματι, όταν ήμασταν μαθητές και φοιτητές, η πόλη ήταν ένα απέραντο λιβάδι επιλογών και η κίνηση στο λεωφορείο, η ορθοστασία στον ΗΣΑΠ, οι ορδές καταναλωτών στο mall και οι ουρές στην Ακρόπολη δεν κηλίδωναν στο ελάχιστο την εικόνα της πιο «ωραίας πόλης στον κόσμο», όπως χτυπιόμασταν οι φανατικοί Αθηναίοι.
Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν ύπουλα, όταν η ενήλικη ζωή τρύπωνε αργά και βασανιστικά στην καθημερινότητα σαν κυλιόμενη σκάλα που βαρυγκωμάει από τα ζεύγη παπουτσιών που την πατάνε. Το μετρό δεν ήταν ένα μποέμικο ταξιδάκι εντός πόλης, αλλά ένα καταγκαναγκαστικό χάσιμο χρόνου. Γιατί ναι μεν αποφεύγεις την κίνηση, όμως είναι τόσοι χιλιάδες άλλοι που αποφεύγουν την κίνηση, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μποτιλιάρισμα και να φτάνεις να περπατάς σαν τον πιγκουίνο μέχρι να βγεις από την αποβάθρα και να δεις το φως του ήλιου.
Φτάσαμε λοιπόν ως ενήλικες να μην εκτιμάμε το μποέμ των ΜΜΜ και ακολουθήσαμε το γιάπικο αμαξάκι. Έλα όμως που όσοι έλεγαν για την κίνηση είχαν δίκιο. Γιατί ναι μεν στην αρχή κρυφοπερηφανευόμασταν που τα καταφέραμε, σε 1 μήνα το πολύ η κίνηση στους δρόμους μας οδήγησε στα ηρεμιστικά. Πώς γίνεται με τόσες λεωφόρους να πήζουν μέχρι και τα στενά και πώς παίρνουν κάποιοι διπλώματα είναι απορίας άξια. Δεν θα συζητήσω για την περίπτωση βροχής, γιατί ήδη ανεβάζω πίεση και έχω κλειστεί σπίτι με τις πιτζάμες μου μακριά από τον κόσμο. Υπάρχουν λοιπόν φορές που έχω κάνει και δύο ώρες να πάω σε δουλειά και να θέλω άλλες δύο να γυρίσω. Τέσσερις χαμένες ώρες και συνεχίζουμε.
Το αυτοκίνητο πρόσθεσε κι άλλες. Αυτές της αναζήτησης πάρκινγκ. Γιατί το ότι αγοράσαμε αμάξι, δεν σημαίνει ότι γίναμε ζάμπλουτοι και μένουμε σε πολυκατοικία με ιδιόκτητο χώρο στάθμευσης. Ειδικά αν η Πεύκη «σου φαινόταν πολύ μακριά» και η Κυψέλη έγινε «το νοσταλγικό παρόν μιας παρελθοντικής εφηβείας», ο χώρος στάθμευσης είναι μία ουτοπία σαν την Πολιτεία του Πλάτωνα.
Ενοικιάσεις σπιτιών, δουλειές και καριέρες έφεραν και τη διάδραση με τις δημόσιες υπηρεσίες. Εδώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την παθογένεια των δημόσιων υπηρεσιών εν συνόλω. Όμως και μόνο το γεγονός ότι ζεις σε μία πόλη 5 εκατομμυρίων κατοίκων, δεν θα δημιουργηθούν αυτομάτως ουρές και αναμονές; Τόσο σιχαίνομαι τις ουρές, που θεωρώ ότι υπάρχει ειδικό τμήμα βασανιστηρίων στην κόλαση, το έχω ξαναγράψει. Και όταν σε αυτό τον αριθμό κατοίκων, προστίθενται και 2 εκατομμύρια τουρίστες, φαντάσου να θες να πας στο Μουσείο της Ακρόπολης τι θα γίνεται. Θα μου πείτε, τι να πουν και στο Λούβρο (και στο Παρίσι φαντάζομαι τα ίδια θα συμβαίνουν. Διαβάζω ότι οι 30+ Παριζιάνοι, διαλέγουν τον πιο αργό ρυθμό της Νότιας Γαλλίας με θέα τη Μεσόγειο, αλλά δεν ξέρω αν ισχύει).
Και αφού συμβαίνουν όλα αυτά και δεν συμβαίνουν μόνο σε μας, αλλά και στους φίλους μας, πόσο δύσκολη μπορεί να είναι η οργάνωση μιας συνάντησης δύο κολλητών φίλων που ο ένας μένει πλέον στο Κορωπί και ο άλλος στον Πειραιά; Όντας και οι δύο πλευρές κομμάτια από όλα τα παραπάνω, πόσο ευδοκιμούν οι προσωπικές μας σχέσεις και εν τέλει ο προσωπικός μας χρόνος;
Αν παρατηρήσουμε καλά τις ζωές μας, όλοι έχουμε λίγο πολύ δημιουργήσει την «επαρχία» μας, τις μικρές μας γειτονιές. Πλέον το να βγεις εκτός γειτονιάς είναι κάτι σπάνιο για τους 30+. Όλα δίπλα, όλα κοντά, φιλίες με όσους μένουν εγγύτερα γιατί δεν χρειάζεσαι ούτε τηλέφωνο ούτε mail για να συνεννοηθείς.
Στην πόλη των εκατομμυρίων επιλογών, οι εκατομμύρια κάτοικοι επιστρέφουν εξουθενωμένοι και δεν δοκιμάζουν καμία από αυτές τις επιλογές. Εγκλωβισμένοι και οι κάτοικοι της πόλης, για άλλους λόγους. Στην επαρχία είναι κοντά η δουλειά σου, οι φίλοι σου, η θάλασσα, το βουνό, ο κάμπος, το στέκι σου. Στον αστικό ιστό, απλά πιάνεσαι στα δίχτυα μιας πλανεύτρας αράχνης. Κι όσο κι αν θέλεις να απαγκιστρωθείς, κολλάς κι άλλο κι άλλο κι άλλο και δεν θέλεις να φύγεις γιατί «αυτό ξέρεις».
Ο φαύλος κύκλος θα συνεχιστεί επ’ αόριστον; Ίσως. Προς το παρόν, την Αθήνα τη ζούμε και μας λείπει ταυτόχρονα, την αγαπάμε και τη μισούμε την ίδια στιγμή, τη σιχτιρίζουμε και τη λαχταράμε κάθε που δύει ο ήλιος, κάθε που ο χειμώνας έρχεται, κάθε που καταφέρνουμε κάτι που πουθενά αλλού δεν θα καταφέρναμε. Η πόλη ζει; Θα δείξει.