Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ έναν τόπο μακρινό, στο πιο ψηλό βουνό του, ένας άνθρωπος. Ήταν τούτος σοφός από τους λίγους, που είχε για παρέα του κείνα τα πουλιά που τα λένε γερανούς.
Τα είχε έγνοια, τα φρόντιζε κι αυτά του μιλούσαν για όλα όσα είχαν αντικρίσει, σαν πέταξαν στους τόπους των ανθρώπων. Οι άνθρωποι τον φώναζαν «ο άρχοντας των γερανών».
Μια μέρα ο σοφός αποφάσισε να κατέβει σε μια πολιτεία γειτονική. Ήθελε να δει αν οι άνθρωποι θυμούνταν να έχουν ευγένεια κι αν έδειχναν γενναιοδωρία. Κάθισε στη ράχη ενός γερανού και πέταξε ανάμεσα στα σύννεφα. Μόλις φτάνει στην πόλη αντικρίζει έναν ζητιάνο. Του είπε να αλλάξουν ρούχα και σαν ο άλλος απόρησε του λέει: «Ήρθα να δοκιμάσω τους ανθρώπους και δε θέλω να με γνωρίσουν…»
Από την ίδια κιόλας μέρα ο σοφός γύριζε και ζητιάνευε μέσα στους δρόμους της πολιτείας. Από κείνη την πόλη τίποτα δεν έλειπε μήτε ο πλούτος μα μήτε κι η φτώχεια. Πολλοί πλούσιοι πέρασαν από μπροστά του μα κανένας δεν του χαράμισε μήτε μια τρύπια πεντάρα.
Μια βραδιά ο σοφός μπήκε σ’ ένα πανδοχείο. Ήταν κουρασμένος και πεινούσε. Το αφεντικό του τον καλωσόρισε. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;» ρώτησε. Ο σοφός ζήτησε φαγί και κάτι να πιεί και λέει: «Συγγνώμη που δεν έχω τίποτα για να σε πληρώσω…» «Μη στενοχωριέσαι, αδερφέ, ξεκουράσου!» Πήγε και του έφερε μια γαβάθα με σούπα που άχνιζε, λίγο ρύζι, τσάι και κρέας λιανισμένο. Ο σοφός έφαγε και χόρτασε κείνο το βράδυ μα πιο πολύ φχαριστήθηκε η καρδιά του.
Την άλλη βραδιά ο ζητιάνος βρέθηκε πάλι στο πανδοχείο. «Μήπως μπορείς να μου δώσεις λίγο ρυζόκρασο και λίγο ψωμί ψημένο;» «Με χαρά, και μη νοιάζεσαι για τα λεφτά!» αποκρίθηκε το αφεντικό. Από κείνη η μέρα ο ζητιάνος-σοφός πήγαινε κάθε βράδυ και έτρωγε εκεί. Πέρασαν μήνες ολάκεροι με το ζητιάνο στο πανδοχείο. Μια βραδιά ο ζητιάνος λέει του πανδοχέα: «Σου χρωστάω πολλά για την καλοσύνη σου και πρέπει να βρω τρόπο να στο ξεπληρώσω…» Το αφεντικό ξαφνιάστηκε και απαντά: «Μα δε χρειάζεται να με ξεπληρώσεις. Ό,τι σου έδωσα το έκανα με τη καρδιά μου!. Χαίρομαι όταν μπορώ να βοηθήσω κάποιον!» Ο ζητιάνος λέει; «Εγώ λεφτά δεν έχω μα θα σου δώσω κάτι άλλο…»
Τότε λένε, ξεκρεμά μια νεροκολοκύθα από τη μαγκούρα του. Έμοιαζε με φλασκί του νερού, μα ο σοφός το έπιασε σαν να ήταν πινέλο από σαμούρι και κίνησε να ζωγραφίζει πουλιά, τρεις γερανούς στον τοίχο μπροστά του. Το αφεντικό τα χρειάστηκε και λέει: «Μα τούτη η ζωγραφιά μοιάζει με κήπο του Παραδείσου!» Ο ζητιάνος χτύπησε τα χέρια του κι άρχισε να τραγουδά. Ξαφνικά οι γερανοί κουνήθηκαν. Ένας ένας γλίστρησαν από τον τοίχο και άρχισαν να χορεύουν! Ο πανδοχέας απόμεινε να χάσκει. «Ας ευχαριστιούνται οι πελάτες σου! Όταν θα τραγουδούν και θα χτυπούν παλαμάκια, οι γερανοί θα ζωντανεύουν και θα χορεύουν γι’ αυτούς». Ο ζητιάνος τράβηξε κατά την εξώπορτα κι ο πανδοχέας ρώτησε: «Μα ποιος είσαι του λόγου σου;» Δεν τον πρόλαβε όμως, γιατί χάθηκε μέσα στη νύχτα.
Πριν περάσει λίγος καιρός, τα νέα είχαν μαθευτεί σ’ όλη την πολιτεία απ’ άκρη σ’ άκρη, για τους γερανούς που χόρευαν σε ένα πανδοχείο. Όλο και περισσότεροι έρχονταν να δουν και να θαυμάσουν του κόσμου το παράξενο. Κάθονταν παράγγελναν και περίμεναν. Και τότε οι γερανοί πηδούσαν έξω από τον τοίχο κι άρχιζαν το χορό. Ο πανδοχέας μήνα με τον μήνα πλούτιζε κι η ζωή του άλλαζε. Το μαγαζί του γέμιζε με κόσμο, αλλά αυτός πάντα κρατούσε μια γωνιά για κάποιον που δεν είχε, μια γαβάθα σούπα πάντα περίμενε τον φτωχό.
Μια μέρα ο σοφός γύρισε στο πανδοχείο και το αφεντικό έτρεξε να τον χαιρετίσει. Τον κάθισε στο καλύτερο τραπέζι του. «Σε παρακαλώ, πες μου ποιος είσαι!» είπε. Ο άλλος δεν αποκρίθηκε αλλά έβγαλε από το ρούχο του μια φλογέρα κι έπαιξε. Ο πανδοχέας δάκρυσε σαν άκουσε τη μουσική. «Είναι βγαλμένη απ’ τον Παράδεισο! Σ’ ευχαριστώ που μου ’δωσες τη χαρά να την ακούσω. Με πλούτισες κι η ζωή μου άλλαξε. Τι πρέπει να κάνω για να στο ξεπληρώσω;» ρώτησε. «Μάθε στους άλλους να έχουν ευγένεια και να δείχνουν γενναιοδωρία στους φτωχούς, όπως έδειξες εσύ σε μένα! Αυτό μονάχα επιθυμώ…» απάντησε ο σοφός.
Ύστερα ξανάπαιξε τη φλογέρα του. Τώρα οι τρεις γερανοί κατέβηκαν από τον τοίχο. Γονάτισαν μπροστά του. Ο σοφός τούς χάιδεψε: «Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, φίλοι. Τώρα ήρθε η ώρα να γυρίσουμε, στο βουνό μας, στο σπίτι μας». Χαιρέτισε τον πανδοχέα, ανέβηκε στη ράχη ενός γερανού και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Τους συνόδευε κοπάδι ολάκερο από γερανούς.
Ο πανδοχέας έμαθε ποιος ήταν κείνος ο ζητιάνος. Με ταπεινότητα γύρισε στο μαγαζί του κι όλη την υπόλοιπη ζωή του προσπάθησε να κάνει αυτό που του ζήτησε ο σοφός: Να μοιράζεται αυτό που έχει με κείνους που δεν έχουν…