Όλα ξεκίνησαν από αυτό το απαίσιο οπτικά και γραμματικά τ@.
Εξηγώ. Στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ίδιας της γλώσσας που πρέπει να γίνει συμπεριλητπική, η λύση που βρέθηκε ήταν το -συμπεριληπτικό – σύμβολο @. Δηλαδή, πλέον δεν μπορούμε να λέμε «οι φοιτητές», καθώς είναι αρσενικό πληθυντικού αριθμού. Επομένως ποια η λύσις; Τ@ Φοιτητ@.
Μάλιστα.
Τόσο πολύ στηρίζουμε το νέο αυτό τρόπο έκφρασης, που αποφασίσαμε να αλλάξουμε κάποια κλασικά κείμενα και να αντικαταστήσουμε τα φύλα με @.
Ιδανικό πείραμα το «Όνειρο στο Κύμα» του Αλ. Παπαδιαμάντη, στο οποίο το βοσκόπουλο δεν έχει όνομα, αγαπάει τη Μοσχούλα την κατσίκα και είναι φυσικός άνθρωπος. Κανένας προσδιορισμός, οπότε ας βοηθήσουμε.
Επιπλέον, οι όροι, οι έννοιες και τα αντικείμενα έχουν προσδιοριστεί σε γένος από τον άνθρωπο. Οπότε δεν ερωτήθησαν τα ίδια ποιος το φύλο τους. Ρωτήθηκε η θάλασσα αν θέλει να είναι γυναίκα;
Προχωράμε.
Όνειρ@ στο Κύμ@
Ἤμην πτωχ@ βοσκόπουλ@ εἰς τά ὄρη. Δεκαοκτώ ἐτῶν, καί δέν ἤξευρα ἀκόμη ἄλφα. Χωρίς νά τό ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής. Τήν τελευταίαν φοράν ὁπού ἐγεύθην τ@ν εὐτυχί@ν ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖ@ ἔφηβ@, κ’ ἔβλεπα τό πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τ@ς βρύς@ς, κ’ ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν ἀνάστημά μου ἀνά τ@ς βράχ@ς καί τά βουνά.
***
Ἀφοῦ ἔμαθα τά πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισώη, ἐστάλην ὡς ὑπότροφ@ τῆς μονῆς εἴς τινα κατ’ ἐπαρχίαν ἱερατικήν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τήν ἀνωτέραν τάξιν, εἶτα εἰς τήν ἐν Ἀθήναις Ριζάρειον. Τέλος, ἀρχίσας τάς σπουδάς μου σχεδόν εἰκοσαέτης, ἐξῆλθα τριακοντούτης ἀπό τό Πανεπιστήμιον· ἐξῆλθα δικηγόρ@ μέ δίπλωμα προλύτου…
Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δέν ἔκαμα. Σήμερον ἐξακολουθῶ νά ἐργάζωμαι ὡς βοηθ@ ἀκόμη εἰς τό γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καί πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τόν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλά πιθανῶς ἐπειδή τόν ἔχω προστάτην καί εὐεργέτην.
* * *
Ἡ τελευταία χρονιά πού ἤμην ἀκόμη φυσικ@ ἄνθρωπ@ ἦτον τό θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187… Ἤμην ὡραῖ@ ἔφηβ@, καστανόμαλλ@ βοσκ@, κ’ ἔβοσκα τάς αἶγας τῆς Μονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἰς τά ὄρη τά παραθαλάσσια, τ’ ἀνερχόμενα ἀποτόμως διά κρημνώδους ἀκτ@ς, ὕπερθεν τοῦ κράτους τοῦ Βορρᾶ καί τοῦ πελάγους. Ὅλον τό κατάμερον ἐκεῖνο, τό καλούμενον Ξάρμενο, ἀπό τά πλοῖα τά ὁποῖα κατέπλεον ξάρμενα ἤ ξυλάρμενα , ἐξωθούμενα ἀπό τ@ς τρικυμί@ς, ἦτον ἰδικόν μου.
[…]
Μόνους ἀντιζήλους εἰς τήν νομ@ν καί τ@ν κάρπως@ν ταύτην εἶχα τούς μισθωτούς τῆς δημαρχίας, τούς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπί τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τά περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νά ἐκλέγουν αὐτοί τάς καλυτέρας ὀπώρας.
[…]
Ἤμην «παραγυιός» (δεν ξέρω πώς να το διαχειριστώ), ἀντί μισθ@ πέντε δραχμῶν τ@ν μῆνα, τάς ὁποίας ἀκολούθως μοῦ ηὔξησαν εἰς ἕξ. Σιμά εἰς τ@ν μισθ@ν τοῦτ@ν, τό Μοναστήρι μοῦ ἔδιδε καί φασκιές διά τσαρούχια, καί ἄφθονα μαῦρα ψωμία ἤ πίττ@, καθώς τά ὠνόμαζαν οἱ καλόγηροι.
[…]
Ὁ κύρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφι@ν τό τσιμπούκι του, τό κομβολόγι του, τό σκαλιστήρι του καί τήν ἀνεψιάν του τήν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θά ἦτον ὥς δύο ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρή ἐπήδα ἀπό βράχ@ εἰς βράχ@, ἔτρεχεν ἀπό κολπίσκ@ εἰς κολπίσκ@, κάτω εἰς τ@ν αἰγιαλ@ν, ἔβγαζε κοχύλια, κ’ ἐκυνηγοῦσε τά καβούρια. Ἦτον θερμόαιμ@ς καί ἀνήσυχ@ς ὡς πτηνόν τ@ αιγιαλ@. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ’ ἐνθύμιζε τήν νύμφην τοῦ ᾌσματος τήν ἡλιοκαυμένην, τήν ὁποίαν οἱ υἱοί τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νά φυλάῃ τ’ ἀμπέλια· […] Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καί μοῦ ἐφαίνετο νά ὁμοιάζῃ μέ τήν μικρήν στέρφαν αἶγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυῆ, μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ὁποίαν ἐγώ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.
Ο Μόσχος και η Μοσχούλα είναι προσδιορισμένοι, οπότε ΚΑΜΊΑ αλλαγή δεν επιδέχεται. Όμως η Μοσχούλα η κατσίκα δεν ρωτήθηκε για το όνομά της.
[…]
Μί@ν ἑσπέρ@ν, καθώς εἶχα κατεβάσει τά γίδια μου κάτω εἰς τ@ν αἰγιαλ@ν, ἀνάμεσα εἰς τ@ς βράχ@ς, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυρ@ς κολπίσκ@ς καί ἀγκαλίτς@ς τό κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο @ βράχ@ εἰς προβλῆτ@ς καί ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια·
[…]
Ἦτον τ@ν Αὔγουστ@ν μῆν@.
Ἀνέβασα τό κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπό τ@ν βράχ@ν, ἀνάμεσα εἰς δύο κρημν@ς καί εἰς ἕνα μονοπάτι τό ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω εἰς τ@ν ράχ@ν. Δι’ αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καί δι’ αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νά ἐπιστρέψω εἰς τό βουνόν τ@ν νύκτ@ εἰς τ@ν στάν@ν μου. Ἄφησα ἐκεῖ τά γίδια μου διά νά βοσκήσουν εἰς τά κρίταμα καί τάς ἁρμυρήθρας, ἄν καί δέν ἐπεινοῦσαν πλέον.
[…]
Δεξιά ἀπό τ@ν μέγ@ν κυρτ@ν βράχ@ν μου, ἐσχηματίζετο μικρόν ἄντρον θαλάσσιον, στρωμένο μέ ἄσπρα κρυσταλλοειδῆ κοχύλια καί λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, πού ἐφαίνετο πώς τό εἶχον εὐτρεπίσει καί στολίσει @ νύμφ@ τῶν θαλασσῶν.
[…]
Τήν στιγμήν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τό πρῶτον βῆμα, ἀκούω σφοδρόν πλατάγισμα εἰς τ@ν θάλασς@ν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τό κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπό τό μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογκυλοστρώτου καί νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιά τοῦ κύρ Μόσχου, κ’ ἐλούετο εἰς τ@ν θάλασς@ν.
[…]
Δέν δύναμαι νά εἴπω ἄν μοῦ ἦλθον πονηρ@, καί συνάμα παιδικ@ ἀνόητ@ λογισμ@, ἐν εἴδει εὐχῶν κατάραι. «Νά ἐκινδύνευεν ἔξαφνα! νά ἔβαζε μι@ φων@! νά ἔβλεπε κανένα ροφ@ν εἰς τ@ν πυθμέν@, τόν ὁποῖον νά ἐκλάβῃ διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, καί νά ἐφώναζε βοήθει@ν!…»
[…]
Δέν ἠξεύρω ἄν ἡ κόρη λουομένη εἰς τ@ν θάλασς@ν ἤκουσε τ@ν φων@ν τῆς γίδας μου. Ἀλλά καί ἄν τήν εἶχεν ἀκούσει, τί τό παράδοξον; Ποῖος φόβος ἦτον; Τό ν’ ἀκούῃ τις φων@ν ζῴου ἐκεῖ πού κολυμβᾷ, ἀφοῦ δέν ἀπέχει εἰμή ὀλίγας ὀργυιάς ἀπό τ@ν ξηρ@ν, δέν εἶναι τίποτε ἔκτακτον.
Ἀλλ’ ὅμως, @ στιγμ@ ἐκείν@, πού εἶχα πατήσει εἰς τ@ν κορυφ@ν τ@ βράχ@, ἤρκεσεν. Ἡ νεαρά κόρη, εἴτε ἤκουσεν εἴτε ὄχι τ@ν φων@ν τῆς κατσίκας —μᾶλλον φαίνεται ὅτι τ@ν ἤκουσε, διότι ἔστρεψε τ@ν κεφαλ@ν πρός τό μέρος τῆς ξηρᾶς…— εἶδε τ@ν μαῦρ@ν ἴσκι@ν μου, τ@ν διακαμ@ν μου, ἐπάνω εἰς τ@ν βράχ@ν, ἀνάμεσα εἰς τ@ς θάμν@ς, καί ἀφῆκε μισοπνιγμέν@ν κραυγ@ν φόβ@…
[…]
Ἡ Μοσχούλα ἔζησε, δέν ἀπέθανε. Σπανίως τήν εἶδα ἔκτοτε, καί δέν ἠξεύρω τί γίνεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλῆ θυγάτηρ τῆς Εὔας, ὅπως ὅλαι.
*ΣΕΞΙΣΜΟΣ!*
Ἀλλ’ ἐγώ ἐπλήρωσα τά λύτρα διά τ@ν ζω@ν της. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσίκα, τήν ὁποίαν εἶχα λησμονήσει πρός χάριν της, πράγματι «ἐσχοινιάσθη»· περιεπλάκη κακά εἰς τό σχοινίον, μέ τό ὁποῖον τήν εἶχα δεμένην, καί ἐπνίγη
[…]
Ὤ! ἄς ἤμην ἀκόμη βοσκ@ εἰς τά ὄρη!…”