Σύμφωνα με τον Βίο της οσιομάρτυρος Φιλοθέης, η κατά κόσμον Ρεβούλα (Παρασκευούλα) ή Ρεγούλα (Ρηγούλα) Μπενιζέλου, γεννήθηκε κι έζησε στην Αθήνα του 16ου αιώνα.
Υπήρξε γόνος μιας από τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες της πόλης, των Μπενιζέλων και έλαβε την ανάλογη παιδεία από τους γονείς της Άγγελο και Συρίγα. Στη συνέχεια, μετά από ένα γάμο που κράτησε τρία χρόνια και αφότου παρέμεινε εν χηρεία επί δεκαετία, αποφάσισε να μονάσει. Κατέχοντας ως μοναδική κληρονόμος σημαντική κτηματική και χρηματική οικογενειακή περιουσία, οικοδόμησε στο κέντρο της παλιάς Αθήνας στην Πλάκα, Ιερά Μονή προς τιμήν του Πρωτόκλητου αποστόλου Ανδρέα, τον οποίον σύμφωνα με τον βιογράφο της, είχε δει σε όραμα.
Το συγκεκριμένο μοναστήρι του Αγίου Ανδρέα το οποίο βρισκόταν στο σημείο που είναι σήμερα το μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, είχε δύο μετόχια. Το ένα ήταν στην Καλογρέζα (περιοχή Πυρσού – Περισσού), ενώ το δεύτερο ήταν στα Κάτω Πατήσια και ο ναός του αγίου Ανδρέα που υπάρχει σήμερα εκεί, ήταν το καθολικό του.
Η Φιλοθέη, «η Κυρά του Αγγέλου» όπως την έλεγαν, άσκησε ένα είδος φιλανθρωπικού και ιεραποστολικού μοναχισμού, λειτουργώντας ευαγή ιδρύματα, νοσοκομεία και ξενοδοχεία, μέσα στα μοναστήρια που δημιουργούσε (“hospitali”). Σε αυτά τα συγκροτήματα, όπου μόναζαν ως και 150 μοναχές συνολικά, παρεχόταν στέγη και ενίοτε στοιχειώδης περίθαλψη σε ενδεείς, προσκυνητές και ασθενείς. Κάποιες φορές μάλιστα, αναζητούσαν προστασία εκεί σκλάβοι αλλά και μουσουλμάνες γυναίκες, που δραπετεύοντας από τους κυρίους τους κατέφευγαν στην αγκαλιά της Οσίας και ασπάζονταν τον Χριστιανισμό. Όλα αυτά βέβαια προκαλούσαν διαρκώς την οργή και το φθόνο των κατακτητών.
Η εκκλησία των Πατησίων που βρίσκεται επί της οδού Λευκωσίας, κατέχει ιδιαίτερη θέση στον Βίο της οσίας Φιλοθέης, καθότι εκεί εξαγριωμένοι Τούρκοι την βασάνισαν, τραυματίζοντάς την βαρύτατα. Ήταν η νύχτα της 2ας προς 3ην Οκτωβρίου 1588 και την απάνθρωπη αυτή πράξη οι Οθωμανοί διέπραξαν ενώ τελούνταν αγρυπνία προς τιμήν του πολιούχου της Αθήνας, Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου.
Από τα βάναυσα χτυπήματα που δέχτηκε δεν μπόρεσε να συνέλθει και παρέμεινε κλινήρης στο μετόχι της Καλογρέζας όπου διεκομίσθη, μέχρι που εξέπνευσε στις 19 Φεβρουαρίου 1589, σε ηλικία περίπου 45 ετών. Ήταν η αρχοντοπούλα που επέλεξε να μη θησαυρίσει θησαυρούς επί της γης, αλλά έμπρακτα να προσφέρει δια βίου ό,τι μπορούσε προς τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους. Προς τον πλησίον…
Σήμερα, αν κάποιος φιλίστωρ αθηναιοδίφης διαβεί τον «Ρουβίκωνα» των φοιτητικών αναμνήσεων, κατερχόμενος τη Φωκίωνος Νέγρη, την Πλατεία Καραμανλάκη («πρώην» Καλλιγά) και την Πλατεία Αγάμων (νυν Αμερικής και πάλαι ποτέ Ανθεστηρίων), σύντομα θα βρεθεί σε εκείνο το παρκάκι με τον ναό του αγίου Ανδρέα και το άστεγο, εγκαταλελειμμένο θερινό σινεμά Ατενέ… Εκεί παραμένει και περιμένει ο κιονίσκος όπου, κατά την παράδοση, η Αγία των Αθηνών δέθηκε και ξυλοκοπήθηκε άγρια από τους βασανιστές της…
Η εν λόγω εκκλησία αποτελούσε το καθολικό «μικράς αλλ’ ανθούσης» γυναικείας μονής, η κτίση της οποίας τοποθετείται περί το έτος 1571. Το πότε ακριβώς εγκαταλείφθηκε ερειπωμένη είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Βέβαια η παντελής εξαφάνιση των κελιών αλλά και η βαθιά και παχιά επίχωση, κάτω από την οποία καλύπτεται το εσωτερικό του ναού, τοποθετούν την εγκατάλειψη της μονής πολύ πριν τον Αγώνα του 1821.
Έκτοτε ο χώρος χρησιμοποιήθηκε πιθανότατα ως κοιμητήριο, όπως καταδεικνύεται από τηνύπαρξη τάφων αλλά και από «το θολοσκεπές οστεοφυλάκιον που βρέθηκε παρά τον τρίτον εξ ανατολών κίονα της νοτίας κιονοστοιχίας […] όπερ βαίνον επί του παλαιού δαπέδου υψούται κατά 1,20 μέτρα υπέρ αυτό». (Ορλάνδος, 1931)
Σχετικά με την αρχιτεκτονική εξέταση του ναού, είναι σαφές ότι πρόκειται για τρίκλιτη Βασιλική με μια ημιεξαγωνική αψίδα προς ανατολάς. Οι εξωτερικές διαστάσεις του ορθογωνίου είναι 10,75mΧ13,95m ενώ η τοιχοποιία έχει πάχος 0,60m. Παλιότερα είχε μόνο μια θύρα εισόδου στο μέσο της δυτικής πλευράς, πάνω από την οποία υπήρχε ημικυκλική κόγχη στην οποία εικονιζόταν πιθανότατα ο άγιος Ανδρέας.
Σε κάθε μια από τις μεγάλες πλευρές του κτίσματος υπάρχουν δύο στενά ως πολεμίστρες παράθυρα που περιορίζουν το φυσικό φωτισμό, θυμίζοντας στον επισκέπτη ότι ήταν σύνηθες στους ναούς των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας, το εσωτερικόν να είναι λίαν σκοτεινόν… Παράλληλα, εντός της εκκλησίας υπάρχουν δύο κιονοστοιχίες που διαιρούν τον χώρο σε τρία κλίτη, με το μεσαίο πλατύτερο των δύο ακραίων, ως συνήθως. Κάθε κιονοστοιχία περιλαμβάνει τρεις κίονες οι οποίοι είναι μαρμάρινοι, μονόλιθοι και αποτελούνται από κορμό ύψους τριών μέτρων με κιονόκρανο.
Άξια παρατήρησης είναι η διάταξη του ιερού το οποίο δεν συγκοινωνεί δια θύρας με το διακονικό και την πρόθεση αλλά παραμένει διαχωρισμένο από αυτά, με συμπαγή κλειστό τοίχο. Επισημαίνεται ότι η κόγχη του ιερού στεγάζεται από πλινθόκτιστο τεταρτοσφαίριο, ενώ ο υπόλοιπος ναός καλύπτεται από αδιάσπαστη δίκλινη ξύλινη στέγη χωρίς φωταγωγό στο μεσαίο κλίτος.
Δυστυχώς ο ιστορικός αυτός ναός είχε από δεκαετίες εγκαταλειφθεί πλήρως με αποτέλεσμα να πέσει η στέγη. Μόλις το 1930 ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος εκπόνησε μια τεκμηριωμένη επιστημονική εργασία, αναδεικνύοντας το όλο θέμα και παραθέτοντας αναλυτικά στοιχεία σχετικά κυρίως με την αρχιτεκτονική – ναοδομία αλλά και την ιστορία του μνημείου.
Στη δεκαετία του 1940 ολοκληρώθηκε η αναστήλωση –διάσωση- του Αγίου Ανδρέα και η εκ νέου αγιογράφησή του από τον Φώτη Κόντογλου. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στο υπέρθυρο του ναού που αναφέρει… «Ο θείος και ιερός ούτος ναός του Αγίου Ανδρέου Φιλοθέης Αθηναίας εστίν ίδρυμα εν ω βαναύσως επλήγη προς θάνατον χερσίν Αγαρηνών, ανεστηλώθη εξ ερειπίων φιλοτέχνω μερίμνη Αναστασίου Ορλάνδου, ιστορήθη δε διά χειρός Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως …» (29 Νοεμβρίου 1950).
Σήμερα αν κάποιος σταθεί και παρατηρήσει το εν λόγω απέριττο συμβολικό τοπίο με τους κιονίσκους, τα μικρά στενά παράθυρα και την δίκλινη στέγη ίσως νιώσει να ταξιδεύει στο απώτερο μεταβυζαντινό παρελθόν του Άστεως… Ίσως διακρίνει ανάμεσα στις φυλλωσιές την «Κυρά του Αγγέλου», την αγία των Αθηνών να δέεται υπέρ των νοσούντων, υπέρ των αναξιοπαθούντων και ενδεών…
Κατόπιν τούτων βαδίζοντας στο αλαφροΐσκιωτο αλσύλλιο και αφήνοντας πίσω μας την μικρή πλατεία των αόρατων συναντήσεων στην οδό Λευκωσίας, φευγαλέα μας έρχονται στο νου οι αφιερωμένοι στην Οσία στίχοι του υμνωδού: «Δαυίδ γαρ το πράον έσχες και Σολομώντος, σεμνή, την σοφίαν, Σαμψών την ανδρείαν, και Αβραάμ το φιλόξενον, υπομονήν τε Ιώβ…».
Πόσο θα επιθυμούσε ο καθένας μας να έχει έστω και κάποιες από αυτές τις αρετές στην τεχνοκρατούμενη εποχή μας, με τους ξέφρενους ρυθμούς και τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες…
Kατά μήκος τομή και κάτοψη του Ι. Ν. Αγίου Ανδρέα στην οδό Λευκωσίας.
Η δυτική πλευρά της εκκλησίας δεν είχε γκρεμιστεί παρά την πολυετή εγκατάλειψη. Σήμερα (όπως και πριν την ερήμωση του χώρου) η ξύλινη στέγη είναι αδιασπάστως δικλινής, χωρίς φωταγωγό.
Στις μεγάλες πλευρές του ναού φαίνονται τα χαρακτηριστικά μικρά παράθυρα, που παραπέμπουν σε πολεμίστρες άλλων καιρών…
«Ο εν Πατησίοις ναός του Αγίου Ανδρέου» (Ορλάνδος, 1931).
ΠΗΓΕΣ
www.eie.gr
Ορλάνδος Αν., «Δύο ανέκδοτοι ναοί των Αθηναίων Μπενιζέλων», 1931
Καμπούρογλου Δημ., «Αι Παλαιαί Αθήναι», ΚΑΡΑΒΙΑΣ, 1998