Μισόγυμνες ιστορίες ερωτικών συναντήσεων με πρωταγωνίστριες γυναίκες και κορίτσια της πόλης με την υπογραφή της Γεωργίας Δρακάκη. Μες στα διαμερίσματά τους και πάνω στα βαμβακερά τους σεντόνια χτυπά η αληθινή καρδιά της Αθήνας. Γιατί η Αθήνα είναι στ’ αλήθεια νεγκλιζέ.
Τι ειρωνεία να λέγεσαι Τζένη και να επαγγέλλεσαι εισαγγελέας – δεδομένου του θρυλικού ανά την Ελλάδα love story της Τζένης Χειλουδάκη και του εισαγγελέα της, που έγινε και άσμα «γεια σου κύριε εισαγγελέα, με την Τζένη την ωραία».
Η Τζένη της ιστορίας μας δεν είναι τρανς, ούτε και τόσο ωραία. Αλλά όση κλασική ομορφιά της λείπει, άλλη τόση λαγνεία της περισσεύει. Η Τζένη ήταν πρώτη φοιτήτρια της Νομικής και διαπρεπής επαγγελματίας. Μετά από έντεκα χρόνια σχέση με έναν συμφοιτητή της που έγινε δικηγόρος μικρών, βρόμικων ποινικών υποθέσεων, το Τζενάκι, ετών τριάντα οχτώ, άφησε το σπίτι τους το γεμάτο ξέχειλα τασάκια από μάλμπορο μαλακά, χαρτούρα και άπλυτα σώβρακα πεταμένα από δω κι από κει. Άλλαξε μάρκα τσιγάρων (δεν αποκαλύπτουμε), οργάνωσε καλύτερα την δική της χαρτούρα και έπλενε τακτικά τα δαντελένια τάνγκα και κιλοτάκια της, στα χρώματα του δαμάσκηνου, της φράουλας και του μπρούσκου κρασιού.
Χτύπησε κι ένα τατού πίσω στη μέση-μια ξαπλωμένη γοργόνα με μακριά μαλλιά μέχρι την άκρη της ουράς της. Έπιασε διαμέρισμα όχι-και-τόσο-φτηνό στην περιοχή Μουσείο (κοντά τα δικαστήρια και τα μπαρ και τα θέατρα) και, αφού πένθησε μερικά χρονάκια τον σύζυγο και την ζωή που ονειρεύτηκε μαζί του εις μάτην, άρχισε να επιδίδεται σε νέα φλερτ και ερωτικές περιπέτειες. Η Τζένη δεν γούσταρε άντρες με μόρφωση και εξουσία, τους έβρισκε βαρετούς και φαφλατάδες. Έτσι, πρώτα ενέδωσε στις φιλοφρονήσεις του περιπτερά (τα καλά του να είσαι καπνίστρια, αγάπη μου) και άρχισε μια σειρά πολύ πρωινών περιπτύξεων, όταν εκείνος έκλεινε το περίπτερο και όταν εκείνη άνοιγε τα μάτια για να βγάλει άλλη μια μέρα. Μετά, ήταν ένας ντελιβεράς που έκανε το στήθος της να πετρώσει κυριολεκτικά από χαρά με το που είδε τα αστραφτερά του πράσινα μάτια και με το που υποψιάστηκε το πλούσιο περιεχόμενο στης γκρι, φαρδιάς του φόρμας. Όλα αυτά ήταν σωματικής φύσης συμβάντα που χάριζαν στο κορμί της τους αναγκαίους χυμούς που βοηθούν μια σαραντάρα γυναίκα να καθυστερήσει το αναπόφευκτο γήρας. Μια σειρά από συγκλονιστικούς οργασμούς, σαν άλλες πέρλες περασμένες στο λαιμό της. Μικρά, όχι όμως ασήμαντα, τρόπαια.
Η Τζένη αναζητούσε τον έρωτα που δεν είχε ξυπνήσει ποτέ στην καρδιά ενός αρσενικού για εκείνη. Και της ίδιας η καρδιά, με αυτά και μ’ εκείνα (με τα κέρατα, ιδίως, του ποινικολόγου χασοδίκη) είχε κλείσει με τον καιρό. Μέχρι που, ένα μεσημέρι, άκουσε στη διαπασών Τερζή μέσα από το μέχρι πρότινος σιωπηλό ισόγειο διαμέρισμα πλάι στο ασανσέρ της πολυκατοικίας. Μέρες μετά, συναντήθηκε στην είσοδο με τον νέο ένοικο: έναν Αλβανό ηλεκτρολόγο ετών πέριξ των 30, με καστανόξανθα μούσια, μάτια στο χρώμα του μελιού και χέρια να χωρέσουν όλες τις πίκρες της. Του άρεσε, το κατάλαβε. Μίλησαν, μια εβδομάδα μετά την πρώτη συνάντηση. Μέχρι να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει για να χαλάσει εξ επίτηδες κάτι στον πίνακα στο σπίτι της (ίσως την ήδη παμπάλαιη ασφάλεια του θερμοσίφωνα;), είχε χαϊδέψει τον εαυτό της τουλάχιστον τρεις φορές για χάρη του. Ένα πρωί τον συνάντησε να κάνει κάτι μερεμέτια στην μηχανή του, παρακρισμένη έξω από την πολυκατοικία. Του χαμογέλασε και αυτός της ανταπέδωσε. Είχε τα πιο όμορφα δόντια στον κόσμο, τα σκέφτηκε μπηγμένα στον σβέρκο της.
«Όποτε θέλετε, μπορώ να κοιτάξω τον πίνακά σας. Είναι παλιό το κτίριο, εμένα μου βγάζει συνεχώς προβλήματα. Εσείς όλα εντάξει;»
Αμυδρή αλβανική προφορά, φωνή μπάσα του ονείρου, μονόδρομος η απάντησή της.
«Ήθελα να σας το προτείνω κι εγώ. Όποτε μπορέσετε. Ίσως αύριο
το πρωί».
«Στον πέμπτο έτσι; Θα έρθω αύριο. Γύρω στις εννιά είναι καλά;»
«Κάπως αργά. Εκτός αν θέλετε να έρθετε το Σάββατο ίδια ώρα».
«Θα έρθω».
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το αυτοκίνητό της ένιωθε την υγρασία στο εσώρουχό της που σε συνδυασμό με τη ζεστασιά της αλκυονίδας μέρας την οδήγησε σε μια μέθη. Έτσι είχε να αισθανθεί από δεκαεφτά χρονών όταν ο φιλόλογος για τον οποίο καρδιοχτυπούσε μέρα νύχτα της είπε ότι είναι η καλύτερη μαθήτρια που είχε δει εδώ και χρόνια και ότι πρέπει οπωσδήποτε να εξετάσει το ενδεχόμενο της Νομικής.
Οι μέρες μέχρι το Σάββατο δεν έλεγαν να περάσουν με τίποτα.