Στον ωκεανό κινδυνεύεις από πνιγμό, στη στεριά από μελαγχολία. Εμάς μας έχει φάει η στεριά κι η μετριότητα. Τα κουτάκια. Τα τόσο-όσο. Η ατολμία. Κι ας έχουμε μάθει να χτίζουμε, να συντηρούμε, να ριζώνουμε. Η περδικούλα μας τα βράδια ονειρεύεται γοργόνες, ταξίδια, ρίσκα. Είμαστε θαλασσινά όντα.
Είμαστε φιλοπερίεργοι κι ανικανοποίητοι. Μας μαζεύει, όμως, αυτό το «πρέπει» –το φορεμένο– που σκαρφαλώνει στο σβέρκο μας και μας ψιθυρίζει ν’ αφήσουμε τις περιπέτειες για άλλους ή για αύριο. Κάπως έτσι γεμίζουν τα μέσα μας πικρία.
Οι κακές παρέες είναι οι καλύτερες. Οι πιο ενδιαφέρουσες ώρες της νεανικής ζωής μου ήταν αυτές δίπλα στους παράνομους φίλους μου, σ’ αυτούς που η μαμά μου πίστευε πως θα με διαφθείρουν. Μιλάω για παιδιά τρελά, παιδιά με μηχανάκια, παιδιά που έπαιρναν το επόμενο πλοίο (όπου κι αν πήγαινε), που έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους για να μην πάνε στρατό, που δεν προσπάθησαν ποτέ να μπουν στο δημόσιο, που έπιναν, που δεν είχαν ευαγγέλιο όσα μας έλεγαν οι καθηγητές μας, που τραγουδούσαν δυνατά τις ώρες κοινής ησυχίας και ήταν πλάσματα νυχτόβια. Κάτι ανάμεσα σε γάτες και συγγραφείς. Τα παιδιά με τα μπλουζάκια πόλο, παιδιά του πρώτου θρανίου, παιδιά συμμαζεμένα, που είχαν όνειρο να χτίσουν δικό τους σπίτι, να μπουν στο real estate ή να γίνουν ασφαλιστές (ποιο παιδί, αν του αφαιρέσεις το φόβο, θα σου πει ότι έχει όνειρο ζωής να γίνει ασφαλιστής;) εγώ τα απέφευγα όπως οι πολιτικοί τα ντιμπέιτ. Αδέλφια μου, αλήτες, πουλιά, εσείς μου μάθατε τι θα πει απόλαυση, τι θα πει διάλειμμα, τι θα πει ανεμελιά.
Ποιο μέτρον άριστο, μου λέτε; Τη ζωή δεν την μαθαίνεις τηρώντας τις σωστές αναλογίες. Την μαθαίνεις όταν σπρώχνεις το χρώμα έξω απ’ το περίγραμμα, την καταλαβαίνεις όταν φτάνεις στις άκρες της, στα ξενύχτια που δε σε παίρνει να κάνεις αλλά κάνεις, στον υπέρμετρο έρωτα, στο υπέρμετρο λάθος, στην άγρια ατόφια χαρά, στις προσπάθειες να καταφέρεις κάτι που ακούγεται παντελώς τρελό σ’ όσους το ακούνε. Αλλιώς πλατσουρίζεις. Να μη ζήσουμε σαν να φοράμε μπρατσάκια. Να μην κάνουμε σαν να ’ρχεται κι άλλη ευκαιρία από πίσω. Δεύτερη ζωή ΔΕΝ έχει.