Το λάβαμε ανώνυμα και χωρίς πηγή. Το κοινοποιούμε γιατί είναι ένα εκπληκτικό κείμενο. Ας μας συγχωρέσει ο συγγραφέας του. Ζήτω η πραγματική ζωή!
Όταν κοιτάζει κανείς παλιές φωτογραφίες και βίντεο, εικόνες από πράγματα και πρόσωπα που πλέον δεν υπάρχουν ή που έχει αλλάξει η μορφή τους λόγω της ροής του χρόνου, συχνά τον πλημμυρίζει ένα συναίσθημα νοσταλγικής μελαγχολίας. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για έναν σιωπηλό και μειλίχιο θρήνο προς τις περασμένες μορφές ύπαρξης. Όμως βαθιά μέσα σε κάθε μόριο περατότητας κείται πάντοτε κρυμμένη μια ιδιάζουσα και απρόβλεπτη ομορφιά: η ομορφιά της εναλλαγής, η ομορφιά που αποκαλύπτεται μέσω της επίγνωσης του ότι τίποτε δεν διαρκεί για πάντα και της συνακόλουθης προστακτικής που απορρέει απ’ αυτή την επίγνωση. Μια προστακτική που γοερά κραυγάζει: «απόλαυσέ το τώρα που το έχεις». Είναι ακριβώς αυτό που στα ιαπωνικά ονομάζουν 物の哀れ (μόνο νο αγουάρε). Στα ελληνικά θα το μεταφράζαμε κάπως σαν «το πάθος των πραγμάτων». Πρόκειται για τη συνειδητοποίηση της φευγαλέας φύσης της ομορφιάς, του γεγονότος ότι κάθε κάλλος και κάθε ύπαρξη είναι πάντα πρόσκαιρη στη ζωή μας και άρα ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να τα εκτιμήσουμε περισσότερο τώρα που υπάρχουν, διότι δεν θα είναι για πάντα διαθέσιμα. Δεν χαιρόμαστε για το τέλος. Χαιρόμαστε για το ότι σε μια ζωή με αναπόφευκτο τέλος, προλάβαμε και εκτιμήσαμε αυτά που άξιζαν να εκτιμηθούν. Δεν τα αφήσαμε να γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια μας θεωρώντας τα δεδομένα, δεν αναγνωρίσαμε την αξία τους εκ των υστέρων, όταν πλέον είχαν χαθεί. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «μόνο νο αγουάρε» στην Ιαπωνία είναι η κερασινή ανθοφορία, όταν όλες οι sakura (κερασιές) είναι ανθισμένες και ολάκερη η χώρα είναι ντυμένη άνοιξη. Η ανθοφορία αυτή συμβαίνει μια φορά τον χρόνο και διαρκεί μόνο για δυο εβδομάδες. Προκύπτουν δύο επιλογές: είτε να δει κανείς το συγκεκριμένο φαινόμενο σαν κάτι ανάξιο προσοχής επειδή συμβαίνει κάθε χρόνο κι άρα να πει «ε σιγά, το έχω ξαναδεί και θα συμβεί και του χρόνου» είτε να αφεθεί στην ομορφιά τούτης της κυκλικής μα φευγαλέας στιγμής, εορτάζοντας αυτές τις δύο εβδομάδες κάθε φορά σαν να τις βλέπει για πρώτη φορά, με εκείνο το ανεξάντλητο από ενθουσιασμό βλέμμα ενός μικρού παιδιού που θα χαρεί το χιόνι όσες φορές κι αν έχει παίξει μαζί του στο παρελθόν. Αυτή η προσωρινότητα πραγμάτων είναι ένας επιπλέον λόγος για να τα απολαύσει κανείς, ένας ευχάριστος λόγος που ανταγωνίζεται, προετοιμάζει ή και συχνά επισκιάζει τη θλίψη για το επερχόμενο τέλος τους. Μάλιστα, σ’ αυτό το σημείο η γοητευτικότατη ιαπωνική γλώσσα φροντίζει να μας υπενθυμίσει πως αυτή η ομορφιά της παροδικότητας, αυτό το φυλλοβόλο προϊόν ενθύμησης που αντανακλάται σε παλιές φωτογραφίες, δεν προκαλείται από κάποια τελειότητα των παρελθοντικών πραγμάτων –η οποία είναι ανύπαρκτη αφού δεν υπάρχει τίποτε τέλειο στη φύση και στους ανθρώπους– αλλά αντιθέτως από τις ατέλειές του που τις είχαμε συνηθίσει και συχνά αγαπήσει. Αυτό ακριβώς δηλώνει ο αισθητικός όρος 侘び寂び (γουάμπι σάμπι), που θα τον μεταφράζαμε κάπως αμήχανα ως «η κομψότητα της ατέλειας». Το «γουάμπι σάμπι» είναι ένας καλλιτεχνικός βουδιστικός όρος που μας υπενθυμίζει πως η απουσία τελειότητας στη ζωή δεν συνεπάγεται απουσία ομορφιάς και ότι μάλιστα οι ατέλειες των πραγμάτων είναι αυτές που τα κάνουν πιο κομψά καθώς αντανακλούν πάνω τους την ίδια τη ζωή όπως πραγματικά εμφανίζει τον εαυτό της: ατελώς. Ακολουθώντας αυτή την αντίληψη, κάποιοι Ιάπωνες τεχνίτες, όταν κατασκευάζουν βάζα ή άλλα αντικείμενα, επίτηδες προσθέτουν μικρές ατέλειες σε αυτά μετά την ολοκλήρωση του έργου τους, θεωρώντας ότι ένα βάζο με μικρές γρατσουνιές είναι πολύ πιο όμορφο από ένα αψεγάδιαστο, καθώς πάνω στο πρώτο αποτυπώνεται η ίδια η αυθεντικότητα της ζωής. Μάλιστα, ακόμη και τα αντικείμενα που ραγίζουν ή έχουν υποστεί φθορά, τα οποία για έναν δυτικό άνθρωπο είναι σύνηθες να εγκαταλείπονται ή να καταλήγουν στον κάδο απορριμμάτων, οι Ιάπωνες συχνά επαργυρώνουν ή επιχρυσώνουν τις ρωγμές τους και δεν τα πετούν. Αυτή η τεχνική ονομάζεται 金継ぎ (κιντσούγκι) και η λογική της είναι η εξής: οι ρωγμές μιας ύπαρξης είναι πολύτιμες και αξίζει να επενδυθούν με κάποιο πολύτιμο μέταλλο. Αντί να απορρίψει κανείς ένα σπασμένο ή φθαρμένο αντικείμενο, τονίζει τις ρωγμές του με υλικά που τις αναδεικνύουν, φανερώνοντας έτσι ότι αποτελούν κι αυτές μέρος του παιχνιδιού της ζωής, ότι τα θραύσματα και οι χαρακιές ενός αντικειμένου (αλλά και ανθρώπου) αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μοναδικής του ιστορίας.