Η συζήτησή μας με τον Βασίλη Λέκκα δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει με τον Γιάννη Σπάθα. Ο Λέκκας μοιάζει να έχει πνευματικό πατέρα τον Χατζιδάκι και αδερφό τον Σπάθα. Του το λέω και συμφωνεί. Μιλά γι’αυτόν τον αδερφό που πρόσφατα χάθηκε, λες κι εκείνος είναι παρών. Στη συνέχεια θα μιλήσουμε για το τραγούδι, την Ελλάδα και τον κόσμο που ποτέ(;) δεν αλλάζει.
Είναι η πρώτη φορά που καταθέτω κάτι μετά τη φυγή του. Είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορώ να ξεπεράσω σε κανένα επίπεδο και που μια συγκυρία καρμική μας έφερε κοντά και μας έκανε να συνεργαστούμε τόσο ουσιαστικά, τόσο διακριτικά, τόσο μεταξύ μας… Η απώλειά του με έχει σημαδέψει, δεν το κρύβω.Γνωριστήκαμε στην πρώτη συναυλία που έκανα με τον Μάνο Χατζιδάκι στο δημοτικό Θέατρο Πειραιά, στις 2 Απριλίου του `80. Εκεί μέσα ήτανε και ο Γιάννης. Δεν πέρασε λίγος καιρός και αρχίσαμε τη συνεργασία. Και κάναμε μαζί τρεις δίσκους, ενορχήστρωση στο «Ασίκικο πουλάκι» και άπειρες συναυλίες, δεν μπορώ καν να θυμηθώ πόσες φορές παίξαμε μαζί.
Θεωρώ τον Γιάννη έναν από τους δασκάλους μου.
Υπήρξες κι εσύ δάσκαλος για εκείνον;
Δε θέλω να λέω κάτι τέτοιο μωρέ…
Πολλές φορές για όποιον είσαι εσύ δάσκαλος, είναι κι αυτός για σένα.
Αυτού του είδους την αντιπαράθεση εγώ δεν θα την έκανα. Υπήρξε τεράστιος εκτελεστής ο Γιάννης και είχε ένα παραπάνω στοιχείο γνώσης ώστε να με βοηθάει κι εμένα στις ιδιαίτερες προσεγγίσεις που κάναμε σε σημαντικά έργα όπως στο «Ασίκικο πουλάκι» του Θεοδωράκη.
Εγώ υπήρξα ένα σφουγγάρι απέναντι στους δασκάλους μου, «το Μπιλόνι είναι παντός καιρού!» έλεγε με το χιούμορ του ο Γιάννης, αλλά ως καλλιτέχνης χρησιμοποίησα επίσης και τα βιώματα μου.
Πρέπει να τα ξεσκαρτάρουμε τα βιώματά μας;
Οπωσδήποτε. Γιατί σου έρχονται με πολλή ορμή ανάλογα και με το περιβάλλον σου ή τις εντάσεις τις κοινωνικές και τελικά μπορεί να πάρεις κάποιες πληροφορίες που μπορεί να είναι πάρα πολλές και ατάκτως εριμμένες.
Ο Λέκκας εμένα μού δίνει την εντύπωση πως στέκεται με μια «ευγενική αυστηρότητα» απέναντι στην Τέχνη.
Πρέπει να ιεραρχήσεις το υλικό σου και να το τοποθετήσεις ερμηνευτικά. Το ζητούμενο όλων σε μια πρώτη φάση να το καταθέσουν, ok, εκεί υπάρχει μια αιτιολογία, αλλά από κει και πέρα χρειάζεται να το ελέγξεις πάρα πολύ για να μπορέσει να πάει το πράμα παραπέρα και όχι να γίνει ένας συναισθηματικός εγκλεισμός, ο οποίος καμιά φορά καταλήγει «πολύ λίγος».
Εγώ τα δούλεψα όλα με τους ανθρώπους που συμπορεύτηκα, όχι μόνο τον Γιάννη Σπάθα αλλά και τον Γιώργο Τρανταλίδη και πολλούς ακόμα.
Είναι ωραίο που θες πάντα να μιλάς γι` αυτούς τους ανθρώπους και να τους αναφέρεις…
Πάντα! Υποκλίνομαι. Γονατίζω. Δακρύζω. Ο Τρανταλίδης μου δώρισε κι εκείνος ένα πλούτο καλλιτεχνικό, μέσα από τα δημιουργήματά του. Και πάντα ευχαριστώ όλους τους στιχουργούς που συνάντησα μέσα από τα τραγούδια, μέσα από την τεράστια κληρονομιά που μου χαρίσανε και τη μοιραζόμαστε όλα αυτά τα χρόνια.
Ακόμα μετά από τόσα χρόνια και τόση πολλή συνεργασία υπάρχει η ίδια συγκίνηση κι ο ίδιος σεβασμός;
Σκύβω το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι. Υποκλίνομαι. Δε θέλω ποτέ να το παίξω ούτε υπεράνω ούτε τίποτα. Είμαι καταγοητευμένος, συγκινούμαι, γιατί ζώντας μια καθημερινότητα μαζί τους πέρα από τη σχέση μας πάνω στη σκηνή και τα λοιπά βρίσκω πολλά κοινά σημεία σ` αυτή τη μουσική οικογένεια την οποία συνάντησα και η πρόθεσή τους ήτανε να γράψουν όσο το δυνατόν πιο χρήσιμα πράγματα. Και για τον ακροατή και για τον εκτελεστή και για τον καθένα μας.
Μου κάνει λίγο εντύπωση αυτό : “θέλω να γράψω σημαντικά πράγματα για την κοινωνία”. Αυτό όμως δεν είναι σαν να βάζεις έναν στόχο;
Γίνεται αυτόματα. Δεν είναι μια τεχνητή προσπάθεια, ούτε μια ταμπέλα.
Πειράζει όμως ένας καλλιτέχνης να θέλει να γράψει κάτι και να περάσει καλά; Πόσα πράγματα δε γίνανε αθάνατα μέσα από το χαβαλέ;
Η άλλη διάσταση πάλι καλά περνάει. Γιατί εκπληρώνει την επιθυμία της. Και το περιεχόμενό της όταν καταφέρει να το καταθέσει και να είναι ακριβές αξίζει η κατάθεση. Και περνάει πάρα πολύ καλά. Όμως εγώ το αντιλαμβάνομαι όταν τελειώνει μια συναυλία αυτό που μένει… ξέρεις είμαι ένας άνθρωπος που αν κάτι μου στραβώσει εκεί θα φανεί στη συναυλία πάνω, δεν το κρύβω, δεν αντέχω…
Καμιά φορά βλέπουμε και το κοινό σε διάφορες συναυλίες να μην στέκεται σωστά, ας πούμε να μην έχει σεβασμό κτλ.
Το δικαίωμα το δίνει ο καλλιτέχνης! Οτιδήποτε προκύψει εμείς το προκαλούμε.
Τώρα μπαίνω όμως στον πειρασμό να αναφέρω πως πριν κάτι χρόνια είδαμε τον Γιώργο Νταλάρα να του έρχονται καρέκλες στη μούρη ενώ τραγουδούσε… Τι έγινε εκεί; Το προκάλεσε ας πούμε με την δημόσια στάση του;
Εγώ δεν αμφισβητώ ότι όλο το πράγμα ξεκινάει πάνω στη σκηνή, δεν το παίρνω πίσω αυτό. Τώρα αν έχει προηγηθεί κάτι αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Τι προκαλείς επάνω στη σκηνή είναι αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς του κοινού εκείνη τη στιγμή.
Υπάρχει δηλαδή αυτή η ζωντανή διαντίδραση…
Αυτό. Αν προηγείται κάτι και έρχεται και εκφράζεται την ώρα που είσαι πάνω στη σκηνή πάλι ο καλλιτέχνης το προκαλεί. Δεν σημαίνει ότι δίνω τώρα δίκιο ή άδικο στο κοινό, λέω ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Ο καλλιτέχνης είναι στο σπίτι του, στη σκηνή, και τους ανοίγει και τους λέει «περάστε». Αυτό το στοιχείο της υποδοχής έχει τεράστιο ενδιαφέρον.
Εσύ Βασίλη έχεις κάτι πολύ αρρενωπό πάνω στη σκηνή. Λες και τον κόσμο τον κοντρολάρεις εσύ, το λέω με την καλή έννοια. Έχει αναλυθεί κιόλας αυτό, η ερωτικού τύπου σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο κοινό και στον καλλιτέχνη που στέκεται από πάνω. Και καμιά φορά μοιάζει να καθοδηγείς το κοινό σε κάτι πιο υψηλό. Εγώ όταν ήμουν φοιτητής είχα έρθει σε μια συναυλία σου με απίστευτη απροθυμία κι έφυγα γοητευμένος και έτοιμος να ανακαλύψω την άλλη όχθη του ελληνικού τραγουδιού την οποία ως τότε σνόμπαρα. Κάθε κίνηση των χεριών, κάθε μορφασμός, κάθε παραίνεση προς το κοινό είχε λόγο που γινόταν, αυτό κατάλαβα σε κείνο το live. Ενώ από την τηλεόραση μού φαινόταν προσποιητό.
Ώρα να σου πάρω εγώ συνέντευξη! (γέλια) Δεν είναι η πρώτη φορά που το ακούω αυτό, πως κάποιοι με θεωρούνε όπως με θεωρούνε και μετά αλλάζουνε γνώμη… το έχω ξαναζήσει. Δεν τραγουδάω για να μεταπείσω κάποιον.
Γιατί το ζούμε αυτό στην Ελλάδα; Υπάρχει η καλή και η κακή όχθη του ελληνικού τραγουδιού. Δεν είναι ρατσιστικό;
Τρομερά ρατσιστικό, πρόκειται μάλιστα για παραποίηση.
Εσύ όμως που το λες αυτό είσαι αυστηρά καταχωρημένος στην καλή όχθη.
Άκου να δεις, όταν το λαϊκό μας τραγούδι ξέφυγε από την συμμετοχή του κόσμου και πέρασε στη λεγόμενη “νύχτα” και σε μια λογική εμπορική τότε είναι που δημιουργήθηκε το έντεχνο. Στην ουσία το έντεχνο το δημιούργησε το λαϊκό ώστε να προστατευτεί. Το `χει πει κι ο Μίκης αυτό και το συνυπογράφω. Το τραγούδι το λαϊκό έτσι όπως το ξέραμε από τον Ζαμπέτα, τον Άκη Πάνου, τον Χιώτη, τον Τσιτσάνη αφορούσε όλη την οικογένεια, όλη την κοινωνία αν θες, αργότερα όμως αυτονομήθηκε μια κατάσταση και πήγε αλλού, μπήκε μπροστά ο τραγουδιστής, η μαρκίζα, το σλόγκαν, σε κείνη τη φάση λοιπόν είναι που εφευρέθηκε το έντεχνο. Και δεν είναι τυχαίο πως στη συλλογική συνείδηση το έντεχνο συνεχίζει το παλιό λαϊκό, αυτό έχει κατατάξει ο κόσμος ως διάδοχη κατάσταση και όχι το σκυλάδικο.
Βγήκαν όμως και τραγούδια που μείνανε και στο σκυλάδικο.
Ποιος το αμφισβητεί; Όμως δεν επικρατεί εκεί η λογική “να πάρω τα παιδιά μου να πάω να το ακούσω”. Δεν αφορά την κοινωνία με τον ίδιο τρόπο που την αφορούσε το παλιό λαϊκό.
Οι αρχικές προθέσεις της κατασκευής του έντεχνου ήταν καλές. Εγώ έτσι το καταλαβαίνω.
Δημιουργήθηκαν στην πορεία πολλές παρεξηγήσεις όπως ας πούμε πως ότι ο έντεχνος δεν μπορεί να τραγουδήσει λαϊκό. Μη ξεχνάμε επίσης πως από το έντεχνο προέκυψαν και οι μουσικές σκηνές. Μικροί χώροι με φτηνό εισιτήριο, με παρόντες τους μουσικούς, τα όργανα εκεί, όλα αυτά με σκοπό να επαναφέρουν τη μουσική εκεί που ήτανε. Τις μουσικές σκηνές τις ξεκινήσαμε μια γενιά, μεταξύ αυτών και εγώ.
Να πάμε κάπου αλλού; Οι μεγάλοι άνθρωποι που μίλησαν για την Ελλάδα -η Μελίνα, ο Χατζιδάκις, ο Μίκης- επέμεναν πως ο τόπος και ο λαός φέρουν κάτι ατόφιο από την αρχαιότητα ακόμα. Δε μιλάω για συνέχεια αίματος, αλλά για μια ενέργεια αν θες, για την ψυχή του λαού και του τόπου. Είναι ίσως απροσδιόριστο, αλλά να που οι μεγάλοι μας δημιουργοί από τον Ελύτη ως τον Μίκη επιμένουν μέσα από το έργο τους ότι υπάρχει και συνεχίζεται. Εσύ είσαι καθόλου αυτής της άποψης;
Εγώ δεν θα το αμφισβητήσω αυτό. Είμαι υπέρ αυτής της πορείας αν θες, αυτής της σύστασης…
Είμαστε τελικά πνευματικά παιδιά της αρχαιότητας και του Βυζαντίου;
Όπα, όπα! Όταν μιλάμε για μια πορεία δυόμιση ή τριών χιλιάδων ετών ας μην ξεχνάμε πως υπάρχει ένα πολύ μεγάλο διάστημα που το παρακάμψαμε, κάναμε μπάι πας… φτάσαμε στο σήμερα με όλες τις παρενέργειες μιας άλλης διαδρομής, περάσανε αρκετά χρόνια με πολλές παρεμβολές κι αν κατόρθωσε η συνείδησή μας να μπορεί σήμερα να έχει την κυριαρχία αυτό συμβαίνει με πολλές παρενέργειες λόγω μιας πορείας μπάι πας…
Τι εννοείς ακριβώς;
Έχουν χαθεί πολλά επεισόδια αυτής της πορείας, αυτό λέω. Λόγω διαρκών παρεμβολών. Την οποία όμως πορεία τη διαχειριστήκαμε εμείς με τον τρόπο μας. Εμείς αποδεχτήκαμε ή είπαμε ναι ή είπαμε όχι στο κάθε τι που προέκυψε.
Οι λαοί είναι υπεύθυνοι τελικά γι’ αυτά που ζουν; Το πιστεύεις αυτό;
Απόλυτα! Σκληρό μεν, αλλά ισχύει. Μην λέμε πως είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε το τάδε σύστημα ή ανήκουμε σε μια “ομάδα” και δεν μπορούμε να βγούμε από αυτήν… εμείς δημιουργούμε τις προϋποθέσεις να υπάρξει ό, τι υπάρχει και μετά να είμαστε υποχρεωμένοι να το ακολουθήσουμε.
Εν τέλει, υπάρχει αυτός ο ιδιαίτερος ψυχισμός αυτού του λαού και κάθε λαού; Εσύ κάποτε είχες πει «Ο Μίκης είναι δυόμιση χιλιάδων ετών», εμένα μου ακούγεται σα να φέρει εντός του την «ελληνική δημιουργία». Υπάρχει η ελληνική, η ιταλική, η αραβική, η ινδική; Όλων των λαών, για να μην παρεξηγηθούμε.
Όλων των λαών, ασφαλώς. Και οι Δημιουργοί μέσα από την πνευματική τους κατάθεση εκφράζουν την ισχυρή ταυτότητα του κάθε λαού. Αυτό έγινε και με μας μέσα από τη φιλοσοφία, μέσα από το σύμβολο του Παρθενώνα, μέσα από ,αν θέλεις, το φως που γοητεύει, μέσα από τη Δήλο που έχει αυτό το άδηλο που λέμε (χαμογελάει) τα οποία στην ανθρωπότητα προφανώς έχουνε μια τεράστια επιρροή. Δεν το λέμε εμείς, το λένε τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, το λέει και η ΝΑΣΑ και πάει λέγοντας…
Εκεί υπάρχει όμως μια παγίδα, να πούμε εμείς είμαστε και δεν υπάρχει άλλος…. Ενώ για κάθε λαό υπάρχει μια ισχυρή περίοδος κατά την οποία έδωσε το ζενίθ της πρότασής του. Εμείς από κει μέχρι σήμερα έχουμε στοιχεία ατάκτως εριμμένα τα οποία θέλει πολύ μεγάλη δουλειά να τα ξεδιαλύνουμε… και υπήρχε και μια τεράστια περίοδος “μπάι πας” που λέω εγώ.
Πού την εντοπίζεις ακριβώς αυτή την περίοδο; Σε ποια εποχή πάνω-κάτω; Γιατί εκεί που είπα για το Βυζάντιο…
Εκεί εγώ προσωπικά έχω πολλές ενστάσεις.
Επανεκτιμάται όμως διαρκώς το Βυζάντιο. Η χριστιανική πίστη ενσωματώθηκε στον “ελληνικό κόσμο” και όλο αυτό έφτασε ως το σήμερα. Στο λαϊκό μας τραγούδι ,πχ στη «Συννεφιασμένη Κυριακή» λέει «Χριστέ και Παναγιά μου»… ή από την άλλη ο Χατζιδάκις είχε πει «ακόμα και το μαγιάτικο αεράκι που σε φυσάει στο πρόσωπο κατά την περιφορά του Επιταφίου συνιστά θρησκευτική πράξη».
Κοίταξε, υπάρχει, κατά κάποιο τρόπο έγινε και σημείο έμπνευσης,ωστόσο…
Εννοώ, άλλο η Εκκλησία ως ιεραρχία κι άλλο η πίστη. Η Εκκλησία μπορεί να έπαιξε ένα σκοτεινό ρόλο κάποιες εποχές.
Για μένα θα μπορούσε να παίξει έναν πιο “όρθιο” ρόλο. Τώρα σ` όλα τα άλλα που λες ότι ο Χατζιδάκις ας πούμε ή ο Ελύτης…
Ή εσύ όταν τραγουδάς τους Πόνους της Παναγιάς!
Εκεί εγώ νιώθω ότι η δημιουργία δεν είναι έπαρση, είναι καθαρά θέμα πνευματικής σύλληψης. Δεν είναι θέμα κατά πόσον μ` αρέσει δεν μ` αρέσει το θέμα του Βυζαντίου πχ. Βγάζεις αν θες το ρεζουμέ μιας σκέψης ή μιας κατάστασης, το κάνεις στο όνομα της ποιητικής τέχνης, έρχεσαι σε επαφή και αγγίζεις πράγματα ναι, αλλά μετά φεύγει ο καλλιτέχνης, δε θα καταπιαστεί με το να κατηγορήσει ή να υπερασπιστεί μια εποχή.
Κάθε εποχή έχει πρόσωπα φωτεινά ή μεγαλειώδη τα οποία έχουμε την υποχρέωση να τα αναδεικνύουμε. Τώρα ποιος είναι αυτός που μπορεί να την κατανοήσει βαθύτερα ή έχει δύναμη να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια της αυτό είναι άλλο θέμα.
Αισθάνεσαι συνδεδεμένος με όλους τους προηγούμενους;
Είμαι εξ αίματος συγγενής, είναι σαν να τα ξέρω αυτά που προηγήθηκαν…
Έχει γραφτεί πως ο καλλιτέχνης με το ένστικτό του βουτάει σε μια θάλασσα που περιλαμβάνει το παρελθόν, το παρόν και ίσως ένα εν δυνάμει μέλλον, συγχρονίζεται με φωνές άλλων διαστάσεων, αντιλαμβάνεται τον κραδασμό και τον απόηχο που άφησαν οι προηγούμενοι.
Και προφανώς αυτό πρέπει να το μοιραστείς και για να το κάνεις πρέπει να απορρίψεις έναν τρόπο ύπαρξης που σε υποχρεώνει να είσαι star και στα πρώτα τραπέζια να είναι ο τάδε και να παίζεται ένα παιχνίδι το οποίο σε πάει σε άλλες καταστάσεις.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ
Διαβάστε επίσης: Ο Βασίλης Λέκκας και το IFG