Την είχε δει ένα βράδυ στην παραλία.
Έμοιαζε δεκαέξι αλλά μιλούσε για τις Πανελλήνιες, άρα θα ήταν δεκαοχτώ.
Της συστήθηκε. Άλλωστε την παρέα της την ήξερε.
Άρχισαν να βρίσκονται συνέχεια. Εύκολα. Όπως εύκολα κάνουν παρέα τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία.
Διακοπές ήταν άλλωστε. Όλα ήταν πιο χαλαρά. Δεν θα μπορούσε να παρεξηγηθεί η κίνησή του.
Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος κύλησαν υπέροχα. Βρίσκονταν με την παρέα, βρίσκονταν και μόνοι τους, αλλά εκείνος δεν έβρισκε το θάρρος να “προχωρήσει” παρακάτω.
Το τελευταίο βράδυ πριν τη λήξη των διακοπών, σε ένα πάρτυ στην παραλία, έδωσαν το πρώτο τους φιλί.
Κράτησαν επαφή, αλλά δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο.
Είχαν κάτι, αλλά δεν είχαν και τίποτα.
Σα να μην ήθελαν να χαλάσουν την αθωότητα των φιλιών.
Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση παρέμενε η ίδια.
Άρχισαν να χάνονται.
Όλοι του οι φίλοι όμως, ήξεραν για εκείνη.
Αυτή πια ήταν σαν εξωπραγματική ανάμνηση, σαν φήμη, σαν κάτι που υπάρχει, αλλά δεν εμφανίζεται και στο τέλος παύεις να είσαι σίγουρος αν όντως υπήρξε τελικά.
Ένα βράδυ μεθυσμένος, επέστρεψε στο μέρος που γνωρίστηκαν.
Γίνονταν κάτι έργα.
Τη θυμήθηκε ξανά.
Πήρε έναν poska γαλάζιο και έγραψε το όνομά της στον τοίχο.
Πήγε για ύπνο και το πρωί πέρασε με τη μηχανή να δει αν όντως το είχε γράψει ή το είχε δει στον ύπνο του.
Ε ΟΧΙ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ!
“ΑΝΝΑ” ΤΗΝ ΛΕΝΕ ΚΙ ΑΥΤΌΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΕΘΥΣΙ, ΈΓΡΑΨΕ “ΑΝΤΑ”!!!
Υ.Γ. Η παρούσα ιστορία αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας, αν και το όνομα-σύνθημα υπάρχει κάπου στην Ελλάδα! Ειδική μνεία στο συγκεκριμένο “σύνθημα” τοίχου, έγινε α) γιατί αναφέρει το όνομά μου, που δεν το λες και συνηθισμένο και β) γιατί αναρωτήθηκα:
Πόσες ιστορίες κρύβονται πίσω από ονόματα στους τοίχους της Πόλης;