Η ιστορία μας ξέβρασε στο πέρασμα Ανατολής και Δύσης, τα μάτια μας βέβαια, δεν κοιτάζουν ούτε την ανατολή, ούτε τη δύση. Βάλαμε τα χεράκια μας και βγάλαμε τα ματάκια μας, όπως λέει και ο λαός. Μα, ο λαός αυτός, δεν έχει καμία ελπίδα…
Κάθισα να πιω ένα καφέ και η σερβιτόρα μου άφησε τα ρέστα. Στα κέρματα αντίκρυσα και τη φιγούρα του Νίκου Καζαντζάκη. Συγκίνηση και ντροπή με κατέκλυσαν ταυτόχρονα. Συγκίνηση γιατί θυμήθηκα όλα τα λόγια που είχε πει και με έπιασε εκείνο το δέος, που λες πόσο μικρός είσαι, αλλά πόσα πολλά πράγματα μπορείς να καταφέρεις. Ντροπή γιατί δεν του άρεσαν πολύ οι τιμές, παρ΄ όλα αυτά το ελληνικό κράτος αποφάσισε να πάει κόντρα στις βουλές του και να του δώσει “τιμή”, και αυτή είναι 2€. Μάλιστα έκοψε 750.000 τέτοια νομίσματα. Η εν λόγω πράξη έγινε με αφορμή τη 60η επέτειο από το θάνατό του.
Κάπου εκεί αναλογίστηκα πως τρώμε από τα παλιά και από τα έτοιμα και πως τίποτα σπουδαίο δεν έχει γίνει τελευταία. Καλύτερα τραγούδια δε γράφονται, μόνο αν κάνουμε καμία διασκευή. Καλύτερα θεατρικά δεν γράφονται, μόνο αν κάνουμε καμία διασκευή. Καλύτερες ζωές δεν έχουμε, μόνο αν κάνουμε καμία διασκευή. Και κάπου εδώ θα πεταχτούν κάποιοι και θα πουν, πως αυτός δεν ξέρει τι λέει… Μα σκεφτείτε, ο Καζαντζάκης και όλοι οι άλλοι όσοι πετύχαν είχαν το ένα δέκατο από τα εργαλεία που έχουμε σήμερα και όμως τα κατάφεραν τόσο καλά. Εν αντιθέσει με εμάς που μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα πάντα σε δευτερόλεπτα, αλλά τελικά δεν καταφέρνουμε τίποτα. Άραγε, το 2050 όταν το ευρώ κλείσει 50 χρόνια, τι θα βάλουμε;
Θα βάλουμε τα καλά μας, ρούχα, τα ακριβά και θα βγούμε να γιορτάσουμε μια ακόμη πρωτοχρονιά. Θα βγούμε να γιορτάσουμε τη λύπη μας και στις τσέπες μας θα έχουμε μερικά δίευρο με τον Νίκο Καζαντζάκη. Στοιχηματίζω από τώρα πως σχεδόν κανείς δε θα τον θυμάται… Το βράδυ, όπως κάθε τέτοια μέρα άλλωστε, θα παίξουμε πόκερ με αληθινά χρήματα, ούτε καν με μάρκες, και στο πρώτο “χέρι” θα πούμε: “τα ρέστα μου”. Στη θέα των κερμάτων με τη φάτσα του Καζαντζάκη, αλλά και στον ολάνθιστο γκρεμό της ανέχειας μας θα θυμηθούμε αμυδρά ένα απόφθεγμά του –και αυτό γιατί κάποιος το ανέβασε στο Instagram– «Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά». Από τα χαμένα θα ρίξουμε ένα δίευρο στο σιντριβάνι της ζωής και ύστερα θα προσευχηθούμε. Θα προσευχηθούμε ουρανοκατέβατες καταστάσεις να μας χαϊδέψουν τη ψυχή και το σώμα. Με όση καύλα λοιπόν μας έχει απομείνει θα προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια αλλά θα εθελοτυφλήσουμε αλληθωρίζοντας.
Στον ήχο των εναπομείναντων κερμάτων θα φανταστούμε μια καλύτερη ζωή, μια ζωή με περισσότερα και μεγαλύτερα θέλω. Οι παλιότεροι, όπως είπαμε, δεν είχαν τα μέσα και τις ανέσεις, αλλά είχαν ένα ισχυρό ΘΕΛΩ. Αυτό τους οδήγησε να πάνε ψηλά. Ακόμα, δε ξέφευγε και δεν παρέκκλινε το μυαλό τους με δεύτερα και με τρίτα πράγματα, έτσι αφοσιωνόντουσαν στο μεγάλο ΘΕΛΩ τους. Ακόμα, ό,τι κι αν κάνανε το κάνανε με τη ψυχή τους, σε αντίθεση με εμάς που αναζητούμε τη λέξη ψυχή στο google για να μάθουμε τι σημαίνει. Αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν να κάνουν κάτι που δε γίνεται. Κατάφεραν το αναπόφευκτο. Κατάφεραν να κάνουν τη θάλασσα στα μέτρα τους. Να κάνουν φίλο τους το φόβο. Να ζουν ελεύθεροι σε καιρό πολέμων και αντίξοων συνθήκων. Να ζωγραφίσουν (σ)τον παράδεισο.
Εδώ είναι το ζητούμενο, εδώ βρίσκεται όλη η ζωή, εδώ βρίσκεται όλο το μέλι, αντί να γουστάρουμε το ανέφικτο, μας τρώει η ίδια μας η σάρκα. Η επιλογή δική σου.