Μάστα! Φτωχέ μου πλην τίμιε αναγνώστη εάν δεν ξέρεις τι είναι το ”μάστα” και ως εκ τούτου δεν το χρησιμοποιείς δεν ξέρεις τι χάνεις. Πόσα πολλά πράγματα και καταστάσεις θα μπορούσες να έχεις αποφύγει!
Είχα έναν θείο ονόματι Ορέστη. Μεγαλόσωμος σαν βουνό, με κάτι χερούκλες σαν φτυάρια. Το παντελόνι ζωσμένο ψηλά, τόνιζε ακόμα περισσότερο το λιανό του κορμί. Θεόψηλος, αδύνατος, ηλεκτροσυγκολλητής στα καράβια. Ήρεμος, δεν πολυμίλαγε, δεν πολυφαινόταν, δεν σφαλιάρωνε τα παιδιά του, δεν φώναζε στην γυναίκα του.
Δεν τον φοβόμασταν, μάλλον τον σεβόμαστε μιας και δεν ξεκατινιαζόταν στα οικογενειακά τραπέζια και στις εορταστικές μαζώξεις. Όταν κάτι δεν πήγαινε καλά, δηλαδή όταν κάποιο από τα παιδιά του έκανε βλακείες, η γυναίκα του κουτσομπόλευε ή κάποιος συγγενής ξέφευγε και γινόταν προσβλητικός εκείνος είχε τον δικό του κώδικα προειδοποίησης.
Πρώτο άρχισε να παίζει με τα δάχτυλά του μία φανταστική σονάτα στο τραπέζι. Εμείς νομίζαμε πως ήξερε πιάνο αλλά μάλλον ήταν αδύνατο να συμβαίνει κάτι τέτοιο στην τότε χαμοζωή.
Εάν συνέχιζε η φασαρία, η δεύτερη προειδοποίηση ήταν ένας κοφτός βήχας διαπεραστικός και μοβόρος. Εγώ τότε μαζευόμουν και έπιανα μια γωνιά και περίμενα την εξέλιξη.
Στο τέλος πετάγονταν σαν ελατήριο με τρόπο τέτοιο που πάντα έπεφτε η καρέκλα που καθόταν. Πάντα. αυτό συνδυάζονταν με την φωνή “μάστα”, συντόμευση του “μάζεψέ τα” – “μάζεψτα” – “μάστα”. Από εκείνη την στιγμή και μετά όλα είχαν δρομολογηθεί, τίποτε δεν μπορούσε να αλλάξει το σκηνικό, ο γάμος είχε σχολάσει.
Κανείς δεν μίλαγε, οι δικοί του τρέχαν να μαζέψουν τα πανωφόρια τους, εκείνος με τεράστιες δρασκελιές ζύγωνε την έξοδο μοιάζοντας με φυλακισμένο που δρασκελάει το κατώφλι της φυλακής.
Για δοκιμάστε το!