Πίνακας περιεχομένων
Το καλοκαίρι ως εποχή έχει επιφορτιστεί με τη δημιουργία τέλειων αναμνήσεων που θα δώσουν κουράγιο στο χειμώνα. Έτσι, το καλοκαίρι φτάνει να είναι ιδέα, κατάσταση ή state of mind. Φέτος, το καλοκαίρι μπήκε με φόρα, υποσχόμενο να κάνει ξανά τον κύκλο του ως μαγικό αποκούμπι της χρονιάς.
Γράφουν:
Ηλέκτρα Τζώρτσου
Στεργιάνα Τζέγκα
Άντα Κουγιά
Όλα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα το καλοκαίρι να δίνει την αίσθηση μιας ταινίας που μοιάζει λίγο-πολύ στην πραγματικότητα. Και η σινεφίλ καλοκαιρινή διάθεση είναι μάλλον στο αίμα των αυθεντικών Αθηναίων. Ως κάτοικοι του άστεως, η ανάγκη μαγικού διαλείμματος αναδύεται ως κρίσιμη. Επιπλέον, τα θερινά σινεμά είναι μια περισσότερο αθηναϊκή συνήθεια που έχει περάσει στο DNA μας. Τα θερινά σήμαναν την έναρξη του κινηματογράφου στην Ελλάδα και τα θερινά είναι αυτά που σηματοδοτούν το αστικό διάλειμμα της καθημερινότητας.
Έτσι, ταινίες για το καλοκαίρι ή ταινίες που θυμίζουν καλοκαίρι άρχισαν να γυρνούν στο μυαλό μας και σας παρουσιάζουμε τις ταινίες που σηματοδοτούν αυτό που ονομάζουμε καλοκαίρι, όποια σημειολογική έννοια κι αν φέρει. Και θυμίζουμε στους εαυτούς μας ότι τελικά το καλοκαίρι πρέπει να το ζούμε σαν ταινία.
Όταν μπαίναμε στον 21ο αιώνα
Ελλάδα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Ο κοινωνικός χώρος της Ελλάδας στα τέλη του 20ού αιώνα αποτυπώνεται μοναχικά Ή οικογενειακά, με τον έρωτα να μπαίνει στο επίκεντρο. Το χιούμορ έρχεται σε ισόποσες δόσεις με τη συγκίνηση, το καλοκαίρι αναμοχλεύει συναισθήματα και οξύνει τις αισθήσεις σε δύο ταινίες που θα μείνουν για πάντα στη μνήμη μας.
Φτηνά τσιγάρα
Τότε που τα τσιγάρα ήταν όντως φτηνά
Σενάριο, σκηνοθεσία: Ρένος Χαραλαμπίδης
Έτος: 2000
Πρωταγωνιστούν: Ρένος Χαραλαμπίδης, Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους, Μιχάλης Ιατρόπουλος, Κώστας Τσάκωνας, Άλκης Παναγιωτίδης, Τάκης Σπυριδάκης
Μια αυγουστιάτικη νύχτα στην Αθήνα, ένας σύγχρονος μποέμ ο Νίκος (Ρένος Χαραλαμπίδης) φλερτάρει με μια κοπέλα που γνώρισε σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, τη Σοφία (Άννα-Μαρία Παπαχαραλάμπους) η οποία είναι στυλίστρια. Ο Νίκος είναι ένας νεαρός άνδρας που μπαίνει στη δύσκολη ηλικία των 30 και βλέπει τον εαυτό του να αλλάζει. Περιπλανιούνται μια νύχτα μαζί στην πόλη και έπειτα χωρίζουν. Ταυτόχρονα, βλέπουμε σκηνές από την καθημερινή ζωή του Νίκου, κυρίως σ’ ένα café, στο διαμέρισμα ενός παλαβιάρη φίλου του, σε μια υπόγεια διάβαση — τόπο ραντεβού με δύο μαφιόζους που θυμίζουν περισσότερο φιγούρες μπουρλέσκ κωμωδίας.
Με ρομαντική και σε πολλά σημεία σουρεάλ διάθεση, με μία νότα μελαγχολίας και ιδιαίτερο χιούμορ, ο Ρένος Χαραλαμπίδης καταφέρνει μέσα από τα Φτηνά Τσιγάρα να αποδώσει όχι μόνο την αυγουστιάτικη Αθήνα αλλά και μία Ελλάδα που έχει πηδήξει όπως όπως στη βάρκα του 21ου αιώνα.
Ας περιμένουν οι γυναίκες
Τη Θάσο ποτέ δε θα την βρούμε
Σενάριο, σκηνοθεσία: Σταύρος Τσιώλης
Έτος: 1998
Πρωταγωνιστούν: Σάκης Μπουλάς, Γιάννης Ζουγανέλης, Αργύρης Μπακιρτζής, Αγγελική Ηλιάδη, Έμιλυ Παπαχρήστου, Αρχοντούλα Ξένου
Ο Πάνος (Γ. Ζουγανέλης) και ο Μιχάλης (Α. Μπακιρτζής), μπατζανάκηδες μικροβιοτέχνες από τη Θεσσαλονίκη, ξεκινούν ένα ταξίδι για τη Θάσο, όπου βρίσκονται ήδη οι οικογένειές τους. Μια τυχαία συνάντηση με μία κοπέλα (που ενσαρκώνει η Αγγελική Ηλιάδη) στη λίμνη Βόλβη θα προκαλέσει την ψυχολογική κατάρρευση του Πάνου, ο οποίος την ερωτεύεται, καταρρέει ψυχολογικά και επιχειρεί να αυτοκτονήσει. Ο Μιχάλης καλεί τον Αντώνη (Σ. Μπουλά), τον τρίτο μπατζανάκη και πολιτευτή του ΠΑΣΟΚ, για βοήθεια. Όμως η παρουσία του Αντώνη δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι γυναίκες τους ακόμα τους περιμένουν στη Θάσο. Από τις ελάχιστες ταινίες (για Ελλάδα) με τόση αυθεντικότητα σε διαλόγους, με πολλά σουρεάλ στοιχεία βέβαια — γι’ αυτό άλλωστε και είναι δεκάδες οι ατάκες που έχουν μείνει τόσα χρόνια μετά. Άνθρωποι, τόποι και καταστάσεις μπλέκονται σε μία ταινία που είναι ταυτόχρονα ένα οδοιπορικό-υπενθύμιση στα τοπία της βόρειας Ελλάδας αλλά και στην πολιτική σκηνή και στην κουλτούρα του νεοέλληνα.
Ασπρόμαυρα και Διαχρονικά
Ελλάδα, Αθήνα, Θεσσαλονίκη. Ο κοινωνικός χώρος της Ελλάδας στα τέλη του 20ού αιώνα αποτυπώνεται μοναχικά Ή οικογενειακά, με τον έρωτα να μπαίνει στο επίκεντρο. Το χιούμορ έρχεται σε ισόποσες δόσεις με τη συγκίνηση, το καλοκαίρι αναμοχλεύει συναισθήματα και οξύνει τις αισθήσεις σε δύο ταινίες που θα μείνουν για πάντα στη μνήμη μας.
Τζίλντα ή Γκίλντα
That kiss burned Chicago down
Σενάριο: E.A. Έλιγκτον, Τζο Έισινγκερ
Σκηνοθεσία: Τσαρλς Βίντορ
Έτος: 1946
Πρωταγωνιστούν: Ρίτα Χέιγουορθ, Γκλεν Φόρντ,
Τζορτζ Μακρίντι
Αμερικανικό φιλμ νουάρ που αφηγείται την ιστορία του Τζόνι Φάρελ, ενός μικροαπατεώνα και παίκτη τυχερών παιχνιδιών που φτάνει στην Αργεντινή. Εκεί, σώζεται από τον μυστηριώδη και σκοτεινό Μπάλιν Μάντσον, ο οποίος στη συνέχεια τον προσλαμβάνει ως δεξί του χέρι. Η φιλία τους, βασισμένη στην αμοιβαία έλλειψη ηθικών αρχών, κλονίζεται όταν ο Μάντσον επιστρέφει από ένα ταξίδι με τη νέα του γυναίκα, την εξαιρετικά γοητευτική και επικίνδυνη Γκίλντα.
Ο Τζόνι αναγνωρίζει αμέσως την Γκίλντα, καθώς οι δυο τους έχουν ένα παρελθόν γεμάτο πάθος και μίσος. Η σχέση τους γίνεται το επίκεντρο της ταινίας, με τα συναισθήματά τους να συγκρούονται σε ένα συνεχές παιχνίδι εξουσίας και εκδίκησης. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, όταν ο Μάντσον εξαφανίζεται μυστηριωδώς, αφήνοντας τον Τζόνι και την Γκίλντα να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο και τα μυστικά του παρελθόντος τους.
Καζαμπλάνκα
ItÕs still the same old story, a fight for love and glory
Σενάριο: Μάρεϊ Μπέρνετ, Τζόαν Άλισον
Σκηνοθεσία: Μάικλ Κερτίζ
Έτος: 1942
Πρωταγωνιστούν: Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ,
Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Πολ Χένριντ
Η Καζαμπλάνκα διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ομώνυμη πόλη του
Μαρόκου, η οποία αποτελεί σημείο διέλευσης για πολλούς πρόσφυγες που προσπαθούν να διαφύγουν στην Αμερική. Ο Ρικ Μπλέιν, ένας κυνικός και απογοητευμένος από τη ζωή Αμερικανός εξόριστος, διατηρεί το νυχτερινό κέντρο «Rick’s Café Américain». Παρά την πίεση από τις τοπικές αρχές και τους Ναζί, το καφέ του Ρικ είναι καταφύγιο για όσους αναζητούν παράνομες επιστολές διαφυγής. Η ιστορία περιπλέκεται όταν η Ίλσα Λουντ, η παλιά αγάπη του Ρικ, εμφανίζεται ξαφνικά στο καφέ του μαζί με το σύζυγό της, Βίκτορ Λάσλο, έναν ηγέτη της Τσεχικής Αντίστασης που καταζητούν οι Ναζί. Ο Βίκτορ χρειάζεται τις επιστολές διαφυγής που έχει ο Ρικ για να διαφύγει στην Αμερική και να συνεχίσει τον αγώνα του κατά των Ναζί. Η άφιξη της Ίλσα αναστατώνει τον Ρικ, καθώς ξαναζεί το παρελθόν και τα συναισθήματά του για εκείνη. Ο Ρικ βρίσκεται σε δίλημμα: να βοηθήσει την Ίλσα και τον Βίκτορ να διαφύγουν ή να κρατήσει την Ίλσα κοντά του;
Φολκορισμός και ελληνικό καλοκαίρι
Κάποιες ταινίες τις βλέπεις πιο πολύ για τα σνακς με τα οποία θα τις συνοδεύσεις, την παρέα και το vibe. Εντάξει, δε χρειάζεται μόνο ο Τρίερ στη ζωή μας, χρειάζονται κι αυτές οι ανάλαφρες, οι ιδανικές για να ξεχαστείς, να χασκογελάσεις και να φας ποπ κορν. Είμαι σίγουρη ότι οι περισσότεροι από εμάς τις έχουμε δει σε θερινό, αλλά ας τις ξαναθυμηθούμε… έτσι, για να ευθυμήσουμε.
Mamma Mia!
Για τους ABBA ρε γαμώτο
Σενάριο: Catherine Johnson
Σκηνοθεσία: Phyllida Lloyd
Έτος: 2008
Πρωταγωνιστούν: Meryl Streep, Pierce Brosnan,
Colin Firth, Stellan Skarsgård, Αmanda Seyfried
Μια νεαρή μέλλουσα νύφη, καλεί στο γάμο της 3 άντρες απ’ το παρελθόν της μητέρας της, της Ντόνα, για να ανακαλύψει ποιος είναι ο πατέρας της και να του ζητήσει να την «συνοδεύσει» στην εκκλησία. Η Ντόνα είναι η ιδιοκτήτρια ενός πανδοχείου, όπου τελικά θα φιλοξενηθούν οι 3 άντρες, μαζί με τις παρανύμφους και τους φίλους της οικογένειας, και όλοι μαζί, χορεύοντας και τραγουδώντας αξέχαστα τραγούδια των ABBA, θα μας συστήσουν το ελληνικό καλοκαίρι στην πιο glam βερσιόν του. Το Mamma Mia! έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και είναι πράγματι μια απ’ τις πιο καλοκαιρινές ρομαντικές κομεντί των τελευταίων δεκαετιών.
Αν αγαπάς την αναβίωση των 70s, τους ABBA και δεν έχεις πολύ υψηλά στάνταρτς όσον αφορά το σενάριο, τότε αυτή είναι μια τέλεια ταινία να δεις φέτος το καλοκαίρι. Τι σημασία έχει που τα τραγούδια πέφτουν ακόμα και σε άκυρες στιγμές της πλοκής και που ο (πανέμορφος) Brosnan δεν μπορεί να σταυρώσει νότα; Αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι, μέσα από τα μάτια των ξένων.
Γάμος αλά ελληνικά
Για την Αγία Ελληνική Οικογένεια
Σενάριο: Nia Vardalos
Σκηνοθεσία: Joel Zwick
Έτος: 2002
Πρωταγωνιστούν: Nia Vardalos, John Corbett, Michael Constantine
Η 30χρονη Τούλα Πορτοκάλος είναι Ελληνοαμερικανίδα και εργάζεται στο οικογενειακό εστιατόριο στο Σικάγο. Το μόνο όνειρο που έχει για αυτήν ο πατέρας της, ο Γκας, είναι να παντρευτεί Έλληνα και να κάνει οικογένεια. Η Τούλα, όμως, με την υποστήριξη της μητέρας της, τον πείθει να την αφήσει να σπουδάσει κι ύστερα να δουλέψει στο ταξιδιωτικό γραφείο της θείας της. Εκεί γνωρίζει τον Ίαν Μίλερ, έναν καθηγητή αγγλικών. Ξεκινούν να βγαίνουν, αλλά αναγκαστικά κρυφά, μιας και η οικογένειά της δεν πρόκειται να εγκρίνει κάποιον μη Έλληνα. Τελικά, με τα πολλά ο Ίαν βαπτίζεται στην ελληνορθόδοξη εκκλησία (ας έκανε κι αλλιώς) και όλα καταλήγουν αναίμακτα στο ελληνικό «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Αν και η ταινία αναπαράγει όλα τα πιθανά κλισέ για τον φωνακλά, καλοφαγά Έλληνα, που ζεϊμπεκοχορεύει σε κάθε ευκαιρία και σκαρφίζεται δικές του ετυμολογίες για να αποδείξει ότι καθετί προέρχεται από τους αρχαίους Έλληνες, έχει και τις αστείες της στιγμές και βλέπεται ευχάριστα, ειδικά το καλοκαίρι.
Προβολές Θερινής Νυκτός
Μικρά θερινά σινεμά, χαλίκια, ταινίες που έμειναν αξέχαστες, στιγμές που έπλασαν την εικόνα μας για το τι είναι «ωραίο», «τρυφερό», «καλοκαιρινό», «αγαπησιάρικο». Θυμηθήκαμε να ρωτήσουμε τους φίλους να μας πουν τι θυμούνται και… μελώσαμε! Το καλοκαίρι με τα καλά του, στα καλύτερά του.
Call me by your name
Μέσα από τα θερινά μάτια της Ξανθίππης Κουτούφη
Στο θερινό σινεμά δεν φτάνεις ποτέ αργοπορημένος. Φτάνεις πάντα αρκετά νωρίτερα, γιατί πρόκειται για ιεροτελεστία. Πρέπει να διαλέξεις θέση με τραπεζάκι. Να προλάβεις να πας στο κυλικείο να πάρεις μπύρα ή κοκτέιλ, χοτ ντογκ ή πατατάκια και φυσικά ποπ κορν — στο χωριό μου το λέμε «πασπάτες». Χώρια που αν αργήσεις, ακούγονται τα βήματά σου στο χαλίκι και γυρνά και σε κοιτάει όλο το σινεμά. Το ιδανικό σκηνικό για κάθε αθεράπευτα ρομαντική ψυχή εκεί έξω είναι να βλέπει σε θερινό το Call me by your name ή Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου του Γκουαντανίνο. Να βλέπεις τα αστέρια του ουρανού της ιταλικής εξοχής κάτω από τα αστέρια του ελληνικού ουρανού και να ερωτεύεσαι τον Τιμοτέ Σαλαμέ βλέποντάς τον να ερωτεύεται τον βοηθό του ακαδημαϊκού πατέρα του. Αυτό είναι το πραγματικό όνειρο θερινής νυκτός!
Ποκαχόντας
Μέσα από τα θερινά μάτια της Αλκυόνης Θηλυκού
Διακοπές με γονείς, κάπου γύρω στα 6, κάπου στη Χαλκιδική, σε κάποιο -ίτσι. Γυρνάμε βράδυ με το αμάξι από Σάρτη και κάπου εκεί στους φιδογυριστούς δρόμους έχει ένα άνοιγμα. Ένα άνοιγμα και θέα κάτω, σε ένα θερινό σινεμά. Παίζει την Ποκαχόντας (ταινία που μάλλον ευθύνεται για την τάση που έχω για ξανθούς γαλανομάτηδες, ευτυχώς όχι αποικιοκράτες). Και σταματάμε και βλέπουμε την ταινία από ψηλά, καθισμένοι πάνω στο αμάξι, και τρώμε τα ντόνατς που είχαμε πάρει για το πρωινό της επόμενης μέρας, με τον γαλαξία κεντημένο από πάνω μας.
Σινεμά ο παράδεισος
Μέσα από τα θερινά μάτια της Κατερίνας Λύκου
Ήταν το καλοκαίρι που τελειώσαμε το σχολείο και πριν μπούμε πανεπιστήμιο. Είχαμε μόλις γυρίσει έπειτα από έναν ολόκληρο μήνα διακοπών, ήταν Αύγουστος κι ήμασταν στην Αθήνα που έβραζε. Πήγα στο σπίτι του φίλου μου κι είχε κολλήσει στο κουδούνι μια ετικέτα που έγραφε: ΣΙΝΕΜΑ Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ. Ανέβηκα στην ταράτσα: δυο ξαπλώστρες, μπροστά λεκάνες με παγωμένο νερό για ποδόλουτρο και στημένος προτζέκτορας σε μια οθόνη προβολής από σεντόνι. Είδαμε λοιπόν σ’ ένα αυτοσχέδιο σινεμά, μια ιστορία για τον κινηματογράφο, την ταινία με τον μικρό Τότο και τον μηχανικό προβολής Αλφρέντο. Δεν είναι μάλλον καλοκαιρινή ταινία, αλλά ήταν ένα δικό μας αφιέρωμα στο σινεμά μες στο κατακαλόκαιρο.
Απόντες
Μέσα από τα θερινά μάτια του Διαμαντή Αναστασιάδη
Σπάνια μια ταινία καταφέρνει να φωτογραφίσει μια εποχή (τους ανθρώπους μιας εποχής) αλλά την ίδια στιγμή αισθάνεσαι ότι φωτογραφίζει κάτι πολύ προσωπικό, δικό σου. Οι «Απόντες» πιάνουν το νήμα μιας χώρας που περνάει από την κοινότητα στην ατομικότητα, από την απλότητα στη ματαιοδοξία, από τη φιλία στην αποξένωση. Το νήμα όμως αυτό δεν το ακολουθούμε μέσα από φανφάρες και ιστορικές αναλύσεις. Συμπυκνώνεται σε μια παρέα, καλοκαίρι, στη Σαλαμίνα. Η διαδρομή που ξεκινάει από αυτή την ταινία συνεχίζει σήμερα. Τη διαβαίνουμε κάθε καλοκαίρι όταν «ξαναβρισκόμαστε» με φίλους σε διακοπές. Ακόμα περισσότερο όταν δεν ξαναβρισκόμαστε. Οι «Απόντες» είναι από τις ελάχιστες ταινίες που με σημάδεψαν τόσο, αλλά δύσκολα θυμάμαι συγκεκριμένες σκηνές. Προτιμώ να τις αντικαθιστώ με δικές μου μνήμες.
Moonrise Kingdom
Μέσα από τα θερινά μάτια της Κατερίνας Χαραλαμπίδου
Ιούνιος 2012. Εν αναμονή του τέλους εξεταστικής –τόσο παθητικά όσο γράφεται– και τα σύνδρομα φυγής σε πλήρη λειτουργία. Αποφασίζω να πάω σινεμά να πιάσω τη γωνιούλα μου σαν κυρία — μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχω ιδέα ότι Wes Anderson και θερινό κάνουν ένα κόμπο τρελό. Οι κόσμοι του έχουν αυτό, ρε γαμώτο, που έτσι πολύ εύκολα η αβολοσύνη μοιάζει φουλ οικεία και φαν. Είναι κι αυτή η σκηνάρα με τα πιτσιρίκια στη παραλία που χορεύουν το «Le temps de l’amour» και ίσως κάποια να την βρίσκουν τσίζι, αλλά είναι τόσο τρυφερά δυσλειτουργική. Moonrise Kingdom στο πανί και τα 12χρονα στέλνουν τα φιλάκια τους και το σκάνε — εγώ και τα σύνδρομά μου δυσκολευτήκαμε στην ταύτιση.
Dirty Dancing
Μέσα από τα θερινά μάτια της Γεωργίας Δρακάκη
Πρωτοείδα το Dirty Dancing στο πατρικό μου, στο Μοσχάτο, με τη μάνα μου. Μερικούς μήνες μετά γράφτηκα latin χορούς, τους οποίους συνέχισα για πολλά πολλά χρόνια. Ο Πάτρικ Σουέζι (Τζόνι), αχ, αυτός. Ο πρώτος μου έρωτας έμελλε να του μοιάζει — σε μελαχρινό. Αλλά αυτές οι γωνιές του προσώπου, αυτός ο αισθησιασμός, αυτή η γλύκα που δυναμιτίζει το πληκτικό καλοκαίρι της Τζένιφερ Γκρέιν (Φράνσις). Μια αξέχαστη νύχτα χορού, νίκης, έρωτα για τους δυο τους, έσκασε στο παιδικό μυαλό μου σαν πυροτέχνημα. Το καλοκαίρι μοιάζει με την εποχή εκείνη του χρόνου που μπορούμε να πάρουμε τη ρεβάνς απέναντι σε όλες τις ήττες της χρονιάς μας — αυτό ακριβώς συμβολίζει για μένα αυτή η ταινία του Emile Ardolino.