Ωραίοι κι εσείς που γράφεται αυτό που ζείτε αυτοστιγμεί, ωραίοι κι εμείς που το αποδραματοποιούμε ή το δραματοποιούμε, ποιος ξέρει, το αφομοιώνουμε, το μετράμε και το τοποθετούμε. Στη μία περίπτωση είναι -ενδεχομένως- ζωντανό, στην άλλη λιγότερο έντονο ή και πιο έντονο, ποιος ξέρει. Όλο αυτό το διάστημα διάβαζα πάλι ένα “κοπάδι” αναρτήσεις -σαν το κίνημα του θινκ πόσιτιβ- ότι “ωραία ήταν αυτή η παύση. Διαβάσαμε βιβλία, ακούσαμε μουσικές που θέλαμε, τακτοποιήσαμε τον χώρο μας”…
Μία μερίδα έζησε αυτό το σενάριο αλλά είμαστε κι εμείς…
Εμείς που φλερτάραμε με τα βαρβιτουρικά- που λέει ο λόγος-, με τον αλκοολισμό, την παχυσαρκία, τον τζόγο, την ηδονοβλεψία, εμείς που μαλώναμε με τα ζαρζαβατικά ή στέλναμε ερωτικά μηνύματα στο 13033 “Μωρό μου πάω για περπάτημα”, που δεν βρίσκαμε πια νόημα να ανοίξουμε το ψυγείο και να το κοιτάμε χωρίς αύριο… στοχαζόμενοι το τίποτα ή τα πάντα, εμείς που δεν δώσαμε καμία σημασία στο κάδο του πλυντηρίου, ενώ πριν περνούσε όλη η ζωή μας – σι μπεμόλ- από μπροστά του.
Γι’αυτό σας λέω… Είμαι εδώ, μαζί σας. Έτοιμη να γελοιοποιηθώ.
Μέσα σε όλα αυτά απέκτησα μία κακή συνήθεια (άλλη μία). Εκτοξεύω πράγματα. Δηλαδή, σκουπίζω τα χέρια μου; Πετάω την χαρτοπετσέτα, αλά σαΐτα. Τρώω μπανάνα; Πετάω τη φλούδα με στόχο νεροχύτη ή σακούλα σκουπιδιών, χωρίς να με νοιάζει που θα καταλήξει τελικά. Πετάω αναπτήρες και πακέτα… Ενίοτε πετάω και το κινητό μου. Σαν να αποσύρει ο εγκέφαλος κινηματογραφικές εικόνες πολυάσχολων που στην βιασύνη τους τα κάνουν όλα @…Η βωμολοχία μου άρεσε ανέκαθεν αλλά λογοκρινόμαστε και γι’αυτήν. (έλα τώρα!)
Δεν ξέρω πότε άρχισα να χάνω το μέτρημα, δηλαδή ποια εβδομάδα. Θυμάμαι όμως πώς ξεκίνησε η κατρακύλα μου.
Σαλόνι, καναπές, τηλεόραση, καφές ή κρασί, τσιγάρα, τασάκι. Αποστειρωμένα όλα. Όλο το σπίτι με χλωρίνες και τα συναφή. Πρώτη εβδομάδα. “Πεθαίνεις από τον κορονοϊό”. Συναγερμός για τις ομάδες υψηλού κινδύνου. Τηλέφωνα σε μάνα, πατέρα, θείες, ξαδέρφια να μεταδόσεις οπωσδήποτε τον πανικό που νιώθεις κι εσύ. Οι ώρες περνάνε αργά και βασανιστικά. Έχεις αλλάξει τριανταδύο θέσεις στον καναπέ. Έχεις φτάσει στο σημείο να είναι τα πόδια στον τοίχο και το κεφάλι κρεμασμένο… Την πρώτη εβδομάδα, λοιπόν, μου ήρθε μία ιδέα…
Αν και σπάνια να βρω κάτι τόσο αστείο ώστε να ξεκαρδιστώ, είτε σε ταινία είτε σε χιούμορ, αποφάσισα να δω ότι πιο αλαφροΐσκιωτο υπάρχει. Ό,τι ταινία είχε την υπόνοια της βλακείας ήταν η απόλυτη επιλογή. Τη μία μετά την άλλη. Ταινία, βλακεία, ξενύχτι κτλ.
Αφού την γλυτώσαμε την πρώτη εβδομάδα εμείς και οι οικείοι μας, εξακολουθεί να φωλιάζει στα στήθη μας ο τρόμος, η λύπη για όλους όσοι έφυγαν χωρίς τον αποχαιρετισμό που άξιζαν… έτσι αρχίσαμε τις ομαδικές συνομιλίες στα σοσιάλια μπα και δεν προλάβουμε να πούμε τα στερνά μας λόγια. Μη γελάτε. Αυτό έπρεπε να το έχουμε στο νου μας πάντα (τα έλεγε ο Λεό Μπουσκάλια αλλά που!)
Όταν διαπιστώσαμε ότι την βγάλαμε καθαρή και πάμε για 2η ή 3η εβδομάδα… Εκεί άρχισε το ντόμινο.
Ποιος είμαι; Ποιος δεν είμαι; Τι έχω κάνει; Τι θα ήθελα; Ω, ρε που πάμε;
Αρχίζει ο εσωτερικός τύραννος να σκαλίζει. Το -παρολίγον- μεγαλύτερο λάθος ερμηνεύεται σαν ευλογία και η ευλογία σαν τιμωρία. Αυτοκριτική, ανάλυση, ενδοσκόπηση…Μπαμ! Κι αποδοχή. Οι μέρες περνούσαν κι ήταν όλα τόσο μονόχνωτα, ακόμα και για εμάς τους μονόλυκους. Τικ- Τοκ. Άπειρο γέλιο. Ξέσκασμα. Σταδιακά κάποιοι περίπατοι ή ένα γεια από το μπαλκόνι. Φλερτ στα σοσιάλια, Πάνδημος Αφροδίτη (έρωτες).. κους κους με φίλες και φίλους για τα ναυάγια της ζωής μας, τους κάβους και το απάγκιο μας.
Βρισίδι μαζικό, τίμιο, εκτονωτικό, αγχολυτικό, τζαμπέ κι ανώνυμο… Μου θύμισε τα γέλια που κάναμε με την γιαγιά μιας φίλης, η οποία ένιωθε τόση μοναξιά (αν και μετά του συζύγου) κι έπαιρνε τηλέφωνα σε ό,τι τηλεπώληση υπήρχε. Απλά για να μιλήσει. Απλά για να την ακούσει κάποιος. Ε, το φάγαμε κι εμείς στη μάπα. “Μοναχός ούτε στον παράδεισο” που έλεγε και μία από τις γιαγιάδες μου. Εγώ βέβαια δεν έμοιασα σ’αυτήν. Γελάμε εδώ.
Κι αφού σιγουρευτήκαμε ότι δεν πεθαίνουμε απλά θα πεινάσουμε, το ρίξαμε στο τρια λα λά, τρια λα λό. Πατίνι στις 3 το μεσημέρι τα παιδάκια των από πάνω; Διαπασών Ποντιακά εγώ, καπάκια Παντελίδη και κερασάκι μια Μονσεράτ Καμπαγιέ. Κάθε μέρα κι άλλο πρόγραμμα. Με εμένα να φωνασκώ, έως σκουξίματος “Πουλάω τρέλα κι όποιος θέλει αγοράζει”… Ήθελα να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο και ξέρετε όταν είσαι ελεύθερος, γίνεσαι παιδί κι αν είσαι σε μία ηλικία που δεν ορίζεσαι πια έτσι, γίνεσαι γραφικός ή τρελός, ή αγενής. Αλλά το είχαμε ανάγκη να ξεφύγουμε.
Μιλάω με φίλη μάνα από την Αλεξανδρούπολη, μου λέει “Φίλη ετοιμάζομαι για νέο αντικείμενο. Κατασκευαστική. Το τι έχω φτιάξει από δρόμους, εγκαταστάσεις και δομές -παίζοντας με τον γιο της- δεν υπάρχει. Η χαρά της ήταν η ώρα που κοιμόντουσαν τα παιδιά και εκείνη θα έβλεπε στον υπολογιστή παραστάσεις που ποτέ άλλοτε δεν θα είχε την ευκαιρία να τις δει. Κι εκεί αναλογίζεσαι τι έχεις που δεν έχουν οι άλλοι και τι έχουν οι άλλοι που δεν έχεις εσύ. Κι όλα είναι τόσο όμορφα όταν το αποδεχθείς.
Και πάμε: Καραόκε! Νέτφλιξ! Βόλτα στο σούπερ μάρκετ! Τσιγάρα, μπουκάλια και γίνομαι χάλια! ΤικΤοκ! Αννίτα Πάνια από “Χρυσό κουφέτο” μέχρι και “Αννίτα κοίτα”, μίση, πάθη, ίντριγκες! Έρωτες! Η δική μου καραντίνα τα είχε όλα. Κι είμαστε όλοι εδώ και μαζί! Ή μάλλον όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι.
Μέσα από σαράντα κύματα κι άλλα τόσα που έχουμε να περάσουμε… Και τελικά τι αξίζει;
Να γελάμε, να τρώμε και να αγαπάμε! Αυτά με όποια σειρά θέλετε.
Εν κατακλείδι δεν άνοιξα κανένα βιβλίο, δεν άκουσα καμία μουσική που ήθελα και δεν είχα ακούσει, δεν έκανα καμία γυμναστική… Αλλά έζησα πιο πολύ από ποτέ!