Θυμάμαι μια κυρούλα, εκεί στα προσφυγικά της Καισαριανής, που ήταν συνέχεια μ΄ένα θυμιατό στο χέρι. Τα παιδιά της γειτονιάς την φωνάζανε «θυμιατού». Τις περισσότερες φορές δεν είχε να βάλει λάδι στο φαγητό της, το καντήλι της όμως ήταν πάντα αναμμένο.
-Βρε διαόλοι, ελάτε να σας θυμιατίσω. Έλα ‘δω μωρ ‘συ, μου ‘λεγε, τι φοβάσαι; λιβανάκι του Θεού είναι!
…και τρέχαν τα παιδιά μακριά απ’ το μυστηριώδες σύννεφο, όχι γιατί φοβόντουσαν το λιβάνι, αλλά γιατί τρόμαζαν με τη γριά. Κάποιο παιδί την είχε δει ένα βράδυ κάτω από το φως του καντηλιού να λύνει το μαντήλι της κι είχε –λέει–
μια κοτσίδα μακριά, ορκιζόταν πως έφτανε μέχρι το πάτωμα, κι εκεί μέσα έκρυβε τα λιβάνια.
Στην πραγματικότητα, τα λιβάνια της τα ‘φερναν δώρο οι γειτόνισσες από τα μοναστήρια που πήγαιναν εκδρομές κι εκείνη τα είχε τακτοποιημένα σ’ ένα ξύλινο ραφάκι μέσα στην παραγκούλα της, στη σειρά, μαζί με τα φυτίλια και όλα τα απαιτούμενα για το λιβάνισμα…
Το ήξερα αυτό, γιατί της είχα πάει κι εγώ λιβάνι μια φορά. Η καημένη η κυρούλα, για να με ευχαριστήσει, με τρατάρισε γλυκό του κουταλιού που το έβγαλε από ένα παμπάλαιο βαζάκι και, παρόλο που ήταν πολυκαιρισμένο, το ‘φαγα περισσότερο για τις τύψεις που είχα, παρά για να μην την κακοκαρδίσω.
Η ιστορία δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Γριούλες με θυμιατήρια και μακριές κοτσίδες υπήρχαν σε κάθε γειτονιά μπόλικες…
…διαόλοι όμως σαν κι εμένα, που έβγαζαν τρομακτικές ιστορίες για τις κοτσίδες τους, δεν υπήρχαν και πολλοί!
γράφει η Σοφία Τριανταφυλλοπούλου – Δημοσιογράφος (Association of European Journalists AEJ)
[email protected]