«Αλλά, ανάμεσα στο άτομο και το έθνος, υπάρχουν πολλές άλλες ομάδες, πιο περιορισμένες από αυτό, οι οποίες έχουν επίσης τη μνήμη τους και των οποίων οι μεταμορφώσεις επηρεάζουν πολύ πιο άμεσα τη ζωή και τη σκέψη των μελών τους.»(1)
Maurice Halbwachs
Μία από τις ενδιάμεσες ομάδες, στις οποίες αναφερόταν ο γάλλος στοχαστής Maurice Halbwachs, αυτές στις οποίες ένα άτομο θεωρούσε ότι “ανήκει” και για τις οποίες αισθανόταν πως του παρέχουν την αίσθηση μιας κοινότητας ατόμων, ένα πέπλο αλληλεγγύης και προστασίας, ένα αντίδοτο στη μοναξιά, ήταν και η γειτονιά.
Παρατηρούσε δε ο Halbwachs σε ένα άλλο σημείο: «Εάν, ανάμεσα στα σπίτια, στους δρόμους και στις ομάδες των κατοίκων τους δεν υφίστατο παρά μία σχέση ολότελα τυχαία και μικρής χρονικής διάρκειας, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να καταστρέφουν τα σπίτια τους, τη γειτονιά τους, την πόλη τους, και να ξαναφτιάξουν, στην ίδια θέση, κάτι άλλο, ακολουθώντας ένα διαφορετικό σχέδιο· αλλά εάν οι πέτρες αφήνονται να μεταφερθούν, δεν είναι εξίσου εύκολο να αλλάξουν οι σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στις πέτρες και τους ανθρώπους.»(2).
Από τότε, όμως, που έγραφε αυτές τις γραμμές κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι του χρόνου και σήμερα, κάπου μετά από ογδόντα χρόνια, η σχέση ενός ατόμου με τη γειτονιά του έχει αλλάξει σημαντικά.
Η μεταπολεμική αστυφιλία, η με μεγαλύτερες ταχύτητες ανοδική και καθοδική κοινωνική κινητικότητα, οι συχνές μετακινήσεις προς νέους (περιαστικούς κυρίως) τόπους κατοικίας που προσφέρουν συνθήκες διαβίωσης πλησιέστερες προς τα σύγχρονα πρότυπα, ο διαχωρισμός των ζωνών κατοικίας/εμπορίου/εργασίας και ακόμα μερικές άλλες αιτίες, έχουν διαρρήξει τόσο τους δεσμούς ανάμεσα στους κατοίκους μιας αστικής γειτονιάς, όσο και ανάμεσα σε αυτούς και την ίδια τη γειτονιά τους.
Αλλά αυτή η αποξένωση (που δεν αντιμετωπίζεται εξίσου αποτελεσματικά από όλους και όλες) ενδέχεται να βρίσκεται στην πηγή ορισμένων πληγών της σύγχρονής πόλης, όπως της ανασφάλειας και της απομόνωσης σε κρίσιμες στιγμές (ξένος ανάμεσα σε ξένους), της έλλειψης μιας καθημερινής καταπραϋντικής ανθρώπινης παρουσίας, επικοινωνίας και επαφής.
Μήπως, λοιπόν, μία επιστροφή σε μία πιο συνεκτική αστική ενότητα θα μπορούσε να προσφέρει ένα αντίδοτο; Μήπως δε αυτή η αστική ενότητα δεν θα μπορούσε να είναι, στο πλαίσιο των σύγχρονων αχανών μεγαλουπόλεων, κάτι που θα υπερέβαινε τις διαστάσεις της αστικής γειτονιάς; Μήπως, εν τοιαύτη περιπτώσει, αυτή θα μπορούσε να καλύψει, έστω και μερικά, αυτή τη σημαντική ανάγκη, που είναι κατά τη φιλόσοφο Simone Weil «Η συμμετοχή στα συλλογικά αγαθά, συμμετοχή που δεν συνίσταται στην υλική εκμετάλλευση, αλλά σε ένα συναίσθημα κυριότητας»(3); Δηλαδή σε ένα συναίσθημα σύνθεσης του “ανήκειν” και του “κατέχειν” με τη γειτονιά και τους γείτονες ως υποκείμενο και αντικείμενο αντίστοιχα.
Και πως θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό; Ίσως με την “οικειοποίηση” της γειτονιάς· “οικειοποίηση” όχι με την έννοια της επιδίωξης ιδιοποίησης ή σφετερισμού, που ίσως να συνεπαγόταν και μια αντιπαλότητα προς άλλες γειτονιές, αλλά με την έννοια της επιδίωξης να γίνει η γειτονιά (πιο ή ουσιαστικά) “οικεία” στους κατοίκους της (και να το νιώσουν οι τελευταίοι) με τη γνώση της ιστορίας της, με το δέσιμό τους με τους τόπους της, με την διασπορά της αίσθησης της ύπαρξης μιας κοινότητας στα όριά της.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία, δηλαδή με την κατάκτηση ή αποκατάσταση κοινών σημείων αναφοράς και κοινής/συλλογικής ιστορικής μνήμης, ενδεχομένως να έρχονταν πιο κοντά και οι ίδιοι οι κάτοικοί της.
Υστερόγραφο: Με στόχο τη σύνδεση των κατοίκων μιας συγκεκριμένης περιοχής (της Κυψέλης) με τη γειτονιά τους, και με την υποστήριξη τόσο του Πολιτιστικού Συλλόγου Κυψέλης και του περιοδικού «Η Πατησίων Ζει» είχε επιχειρηθεί την περίοδο 2014-2015 να δοθεί σε μερικές ανώνυμες πλατείες της ευρύτερης περιοχής όνομα που θα τις συνέδεε με πρόσωπα, γεγονότα κ.λπ. σχετικά με την τοποθεσία τους, για να υπενθυμίζουν στους νεότερους κατοίκους το παρελθόν της γειτονιάς τους. Η προσπάθεια ευοδώθηκε για πέντε από αυτές. Έτσι, σήμερα υπάρχουν οι πλατείες Αιμιλίου Βεάκη, Αντώνη Σαμαράκη, Νίκου Γκάτσου, Γιάννη Μαρή και Σμυρναϊκού. Στα χαρτιά τουλάχιστον, γιατί, δυστυχώς, δεν καταβλήθηκε καμιά προσπάθεια να γνωστοποιηθούν ευρύτερα τα “βαφτίσια”.
Λέανδρος Σλάβης
(1) Maurice Halbwachs: «La mémoire collective». Εκδ. Albin Michel 1997, σελ. 129.
(2) Στο ίδιο, σελ. 200.
(3) Simone Weil: «L’enracinement». Εκδ. folio essais 2007, σελ. 51.
Bonus: Οι προτάσεις της ΗΠΖ για τα αγαπημένα μας μαγαζιά της “γειτονιάς” που έγιναν πλέον κλασικά αθηναϊκά είναι εδώ!