Εδώ και λίγες μέρες, με έναν ξαφνικό τρόπο -σχεδόν μεταφυσικό- άρχισα να σκέφτομαι μία όμορφη, κλασική και αφράτη νουγκατίνα. Όχι απλά να την σκέφτομαι, αλλά και να την αποζητώ.
Πρώτη φορά ένιωσα αυτή την ανάγκη όταν κατά τύχη βρέθηκα στη Βουκουρεστίου. Μπήκα με φόρα σε ένα χιπστέρικο ζαχαροπλαστείο και με αδημονία ζήτησα μία. Τ@ εργαζόμενο με κοίταξε με απορία: «Τι είπατε κύριε; Τι είναι η νουγκατίνα;»
Με την ίδια απορία κοίταξα κι εγώ τα αποδομημένα γλυκά με φινόκιο και αστρική γλασέ και έφυγα.
Στο συνοικιακό ζαχαροπλαστείο, η ροδομάγουλη και στρουμπουλή ιδιοκτήτρια, όταν της ζήτησα μία νουγκατίνα, μου απάντησε: «Αχ, καλέ μου κύριε, τι έχετε πάθει όλοι με τις νουγκατίνες; Οχτώ έβγαλα από το πρωί και μου τέλειωσαν ήδη!» Άρχισα να αισθάνομαι κάπως περίεργα, σαν να μου έλειπε νικοτίνη. «Θέλετε ένα ποντικάκι; Μία αμυγδάλου; Μία πάστα σεράνο;» συνέχισε η ζαχαροπλάστρια.
Της απάντησα κοφτά: «Θέλω νουγκατίνα. Πότε θα ξαναβγάλετε;» «Αύριο», μου είπε κάπως θορυβημένη. «Κρατήστε μου δύο», της είπα, σαν να έφταιγε, κι έφυγα.
Πήρα τηλέφωνο τη γυναίκα μου και της παρήγγειλα όπως έρχεται να φέρει δύο νουγκατίνες. «Α, μόλις φάγαμε εδώ στο γραφείο τρεις. Ήταν οι τελευταίες», μου είπε.
Άρχισα να ανησυχώ. Πήρα τηλέφωνο τον ψυχολόγο μου. «Πώς είσαι;» «Καλά», μου λέει, «τρώω μία νουγκατίνα που μου έφερε μία πελάτισσά μου».
«Σταύροοοο», άρχισα να ουρλιάζω, «κάτι γίνεται. Μας περνούν υπόγεια μηνύματα και μας κάνουν νουγκατομανείς».
«Μη λες βλακείες», μου είπε και πλατάγισε αποκρουστικά τη γλώσσα του, «τα χαπάκια σου να παίρνεις, έχουν βγει και σε γεύση νουγκατίνας»…