Με το ερώτημα: «αν το μουσείο τού σήμερα «χτίζει» τους πολίτες και επισκέπτες του αύριο», να τριγυρνά στη σκέψη μου, επέλεξα να διαβάσω τις αφιερωματικές αναρτήσεις γονέων μετά την εμπειρία τους σε ένα διηλικιακό μουσειακό περιβάλλον. Αυτό που διαπίστωσα από τις περιγραφές, είναι ότι απουσιάζει η αναφορά σε ένα στοιχείο-κλειδί. Το συναίσθημα της χαράς. Το συστατικό εκείνο που καθιστά απολαυστικό το «ταξίδι» ενός παιδιού ή ενός ενήλικα στον χώρο του μουσείου, μετατρέποντας ακόπιαστα την πληροφορία σε κεκτημένη γνώση.
Άραγε πόσο ανοιχτά είναι τα μουσεία σε αυτή την εξίσωση και πόσο εφικτή είναι στην πράξη η υλοποίηση του σκοπού τους για το σύνολο του κοινού δίχως περιορισμούς και με κοινό παρονομαστή τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα και την ενεργητική συμμετοχή;
Τα βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία εξήντα χρόνια στον χώρο των μουσείων, φέρνουν σε πρώτο πλάνο μια σειρά νέων προσεγγίσεων που απέχει αισθητά από την απλή αναπαράσταση και την παθητική στάση. Η βιωματική δραστηριότητα, η ανακαλυπτική θεωρία, η ανάδειξη των άτυπων δεξιοτήτων, η πολυαισθητηριακή εμπειρία και η εκπαιδευτική διαδικασία που δεν αποσκοπεί μονάχα σε γνωστικούς στόχους αλλά ενθαρρύνει την προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη είναι μερικές από τις μεθόδους που τα μουσεία εφαρμόζουν στο πλαίσιο των μεταβατικών ζυμώσεων προς μια νέα ταυτότητα.
Η διαδρομή αυτή προσδίδει στο μουσείο έναν ρόλο ειδικής βαρύτητας και καίριας δυναμικής. Το ίδιο το μουσειακό αντικείμενο συνιστά πηγή πολλαπλών ερεθισμάτων και παράλληλα μέσο κατανόησης του παρελθόντος και του σύνθετου παρόντος. Δημιουργεί ένα γόνιμο έδαφος όπου η αυτενέργεια δίνει τη σκυτάλη στην κριτική σκέψη, η δραματοποίηση στην έμπνευση και το παιχνίδι ρόλων στην εξερεύνηση και στον αναστοχασμό. Το μουσείο γίνεται μέρος του ευρύτερου κοινωνικού γίγνεσθαι και δεν αποτελεί απλώς μια αποκομμένη οντότητα που καλείται να αφηγηθεί μια πτυχή της ιστορικής μνήμης και της ανθρώπινης δραστηριότητας, είτε αυτή ανήκει στην υλική είτε στην άυλη πολιτιστική κληρονομιά. Ιδιότητες σαν τις παραπάνω συνηγορούν υπέρ της ανάγκης για «συμμαχίες» με άμεσα και έμμεσα εμπλεκόμενα μέρη.
Το μουσείο ως χώρος βιωματικής καινοτομίας έχει κατακτήσει το υπόβαθρο που του επιτρέπει να διαδρά τόσο εντός των κόλπων του όσο και με το εξωτερικό του περιβάλλον. Ωστόσο, σε τι βαθμό το επιτυγχάνει και με ποιον τρόπο;
Στην εμπειρία που θα αποκομίσει ένα παιδί το οποίο ιδανικά αποτελεί τον εν δυνάμει ενήλικα επισκέπτη, σημαντικό ρόλο έχουν η προετοιμασία που προηγείται της επίσκεψης, η ώρα της ημέρας που θα επιλεγεί, ο αριθμός των ατόμων που θα συνυπάρξει στην ίδια ομάδα, η διάρκεια και το είδος του προγράμματος που θα παρακολουθήσει, η συζήτηση που θα ακολουθήσει μετά την επίσκεψη.
Όσα φαντάζουν μικρά γράμματα, ενδεχομένως να είναι ικανά, ανάλογα με τη διαχείρισή τους, να προκαλέσουν προβλήματα ή να προσφέρουν πολλαπλασιαστικά οφέλη. Πέρα λοιπόν από το περιεχόμενο, ίσως η προσοχή χρειάζεται ισότιμα να στραφεί στην πλαισίωση μιας επίσκεψης και στην ουσιαστική κινητοποίηση των συνοδών, ώστε ο καθημερινός αγώνας για την επίτευξη της εκπαιδευτικής αποστολής ενός μουσείου να ολοκληρώνεται με ηχηρά θετικό το πρόσημο για αυτό που γεννήθηκε εντός των τειχών του και για αυτό που θα συνεχιστεί αυτόνομα εκτός.