Γράφει…Η σωσίας της Οσίας
Αν μου ζητούσαν να γράψω ένα γράμμα με παραλήπτη το σύμπαν θα περιέγραφα την φαιδρή καθημερινότητα μας. Αυτή που μας πληγώνει, που μας προσβάλλει και μας υποτιμά. Αυτή την καθημερινότητα που κάποιοι έχουν φροντίσει να μας την κάνουν σχεδόν τυραννική.
Ξυπνάω με το αίσθημα της υποχρέωσης να πω ευχαριστώ, που είμαι ζωντανή και δεν μπήκαν στο σπίτι μου να με κλέψουν ή να με κακοποιήσουν ή δεν πέθανα ακόμα από καρκίνο. Πλένομαι, ντύνομαι και κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου να ξεκινήσει η μέρα μου όμορφα. Αλλά πώς; Δεν βρίσκω άνθρωπο να καλημερίσω.
Πηγαίνω κάθε μέρα την ίδια ώρα στην στάση του λεωφορείου. Όταν με λύπη κι απογοήτευση διαπιστώνω ότι εις μάτην περιμένω το λεωφορείο, βαδίζω στην παρακάτω στάση για να “σωθώ” από το τρόλεϊ, που δεν θα με πάει στον προορισμό μου αλλά τουλάχιστον θα γλιτώσω τα λεφτά του ταξί.
Μπαίνω σε μέσο μαζικής μεταφοράς στιβαγμένη σαν παιχνίδι σε ράφι με άλλα παιχνίδια. Περνάνε από “πάνω” μου άνθρωποι όλων των ηλικιών, με εκβιάζουν βλέμματα, πόδια τσαλαπατούν τα καινούρια μου παπούτσια και την αξιοπρέπεια μου.
Οι χειρολαβές δεν φτάνουν για να κρατηθούμε από κάπου όλοι.
Η ώρα περνάει κι εγώ θα αργήσω γι’ άλλη μια φορά στη δουλειά. Την έχω γλυτώσει δυο- τρεις φορές από το να με προσβάλλουν, γιατί μου το προσάπτουν ως το μοναδικό ατόπημα, αλλά το βλέμμα της άλλης της σιχαμένης που με κοιτάζει και λέει ειρωνικά: “Ελα ρε πρωί δούλευες;” μου σπάει τα μηνίγγια. Η σκέψη αυτή με τρελαίνει. Πώς να πείσεις ότι δεν φταις. Δεν φταις που δεν υπολόγισες την κίνηση, δεν φταις για την απεργία, δεν φταις που δεν έχεις αμάξι, δεν φταις που είσαι άφραγκος.
Θολωμένη όπως είμαι αρχίζω και φωνάζω στους επιβάτες που μπλοκάρουν την έξοδο μου: “Είσαι ζώον παιδάκι μου, προχώρα”. Λέω φωναχτά αυτό που σκέφτεται εκείνη η σκρόφα για ΄μένα και αυτόματα γίνομαι θύτης… Σε έναν άνθρωπο που περνάει ακριβώς τα ίδια με ‘μένα. “Κατέβα ακόμα δεν έμαθα να πετάω” είναι μία από τις πιο συχνές φράσεις που χρησιμοποιώ όταν έχω δηκτική διάθεση. Το βλέμμα μου έχει εξελιχθεί σε βλέμμα γεμάτο ειρωνεία και υποτίμηση. Αναπαράγω την εικόνα αυτού που αντικρύζω καθημερινά.
Βρίζοντας τα πάντα, κατεβάζοντας θεούς και δαίμονες μπαίνω στο μετρό κι ακούω την μοναδική ανακοίνωση που μπορεί να με κάνει να φωνάξω: Έλεος! “Ο ανελκυστήρας από το ρεύμα τάδε προς το ρεύμα τάδε δεν λειτουργεί, παρακαλούμε… κατεβείτε στην επόμενη στάση και πάρτε ένα ταξί ρε μαλάκες που θέλετε και ασανσέρ. Τί; Είσαι ανάπηρος; Ε και τι να κάνω ρε φίλε εγώ; Έχεις παιδί στο καρότσι; Ε, κάποιος θα σε βοηθήσει”
Η ανακοίνωση μεταμορφώνεται σε εμπαιγμό από τα μεγάφωνα των συρμών. Πίσω από την κουρτίνα της ευγένειας και της “πρόληψης” στην ουσία δεν τους καίγεται καρφάκι. Τρέμω μη μείνω ανάπηρη.Τα φανάρια δεν έχουν φωνητική ενημέρωση για τους ανθρώπους με προβλήματα όρασης. Τι θα κάνω αν ποτέ συμβεί; Πού ζω;
Φτάνω στην δουλειά, διαπιστώνω ότι έχω ξεχάσει το φαγητό μου. Δίνω λεφτά στο γρήγορο φαγητό, στο ταξί, στο μακιγιάζ, στον καφέ, στην μετακίνηση, λεφτά στους λογαριασμούς, λεφτά στο ενοίκιο. Έχω σχεδόν δυο χρόνια να αγοράσω ρούχο, έχω μία τσάντα που σέρνω εδώ και πέντε χρόνια και παλεύω να πετύχω σε κανέναν διαγωνισμό προσκλήσεις για ‘κανα θέατρο.
Δουλεύω σαν τον σκύλο και βλέπω να παίρνει προαγωγή το γλυφτράκι του αφεντικού. Εγώ είχα άλλα όνειρα για την ζωή μου. Όσο “μεγάλη” με κάνει να αισθάνομαι η δουλειά άλλο τόσο το αφεντικό καταφέρνει να με κάνει να νιώθω “πινέζα” … σε χαρτί με το όνομα της αγαπημένης του.
Γυρίζω στο σπίτι βράδυ. Στην επιστροφή κάνω τον απολογισμό της μέρας. Δεν έχω παιδιά, ούτε σκύλο, ούτε άντρα. Μπαίνω στο σπίτι. Εκκωφαντική ησυχία. Ξαφνικά η από κάτω βάζει στην διαπασών την μουσική. Ανοίγω την πόρτα και ουρλιάζω. Κοπανάω πόρτες, πηδάω στο πάτωμα… Επιστρέφω στο πιάτο μου. Μαζί με το φαγητό τρώω τα δάκρυα μου. Δάκρυα ντροπής κι απογοήτευσης.