«Οι περισσότεροι κριτικοί στην Ιαπωνία δεν συμπαθούν όσους γράφουν μπεστ σέλερ».
Χαρούκι Μουρακάμι (12.1.1949 – )
Φαντάζομαι να με συστήνει στον Μουρακάμι με τρόπο γκανιάν μία φίλη φωτογράφος, η Ανδρονίκη, ένα καλοκαίρι στα τέλη της δεκαετίας του ’80, σ’ ένα νησί κοντά στη Ρόδο όπου ο Χαρούκι με τη γυναίκα του Γιόκο είχαν καταφύγει ινκόγκνιτο για να σωθούν από την αληθινή φρενίτιδα που συνόδευσε την εκδοτική επιτυχία του πέμπτου του μυθιστορήματος, του Νορβηγικού δάσους.
Η διεθνής κριτική είχε υποδεχτεί ως τον νέο Φύλακα στη σίκαλη και είχε γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία, πουλώντας περισσότερα από τέσσερα εκατομμύρια αντίτυπα μονάχα στην Ιαπωνία, και θα λιαζόμασταν, λέει, σε ένα καφενείο στο λιμάνι, ο Χαρούκι θα είχε παραγγείλει μονάχα γαύρο μαρινάτο που του αρέσει επειδή του θυμίζει το σούσι με χέλι και θα είχε μόλις διαβάσει μία είδηση σε μια αγγλόφωνη εφημερίδα που είχαν παρατήσει στο διπλανό τραπέζι, για μία ηλικιωμένη Αθηναία που την έφαγαν οι γάτες της, και θα μας διηγούνταν, λέει, πίνοντας ρακί, αυτό που καμιά εικοσαριά χρόνια αργότερα έμελλε να πάρει τη μορφή ενός διηγήματος με τίτλο «Man–eating cats», στην αμετάφραστη ακόμη στα ελληνικά συλλογή του Blind willow, sleeping woman (Knopf 2006).
«Το όνειρο της ζωής μου είναι να κάθομαι στον πάτο ενός πηγαδιού»*
«Ποτέ δεν είχα φιλοδοξίες να γίνω μυθιστοριογράφος. Απλώς είχα την ισχυρή επιθυμία να γράψω ένα μυθιστόρημα. Δεν είχα καμιά συγκεκριμένη εικόνα τι ακριβώς ήθελα να γράψω, ήμουν όμως σίγουρος πως αν έγραφα κάτι, θα ήταν πειστικό».
«Όλοι οι ήρωές μου ψάχνουν κάτι σπουδαίο – για τους ίδιους τουλάχιστον. Το σημαντικότερο όμως δεν είναι αυτό που ψάχνουν, αλλά η ίδια η αναζήτηση».
«Όταν γράφω, μπαίνω σ’ έναν πολύ προσωπικό χώρο. Δεν είναι ο πραγματικός κόσμος. Ίσως είναι το ασυνείδητο. Σαν να σκάβω όλο και πιο βαθιά μια τρύπα στη γη και να κατεβαίνω κάτω στα σκοτάδια. Εκεί μέσα βλέπω πολλά πράγματα που δεν ανήκουν στον πραγματικό κόσμο – πράγματα μυστικά, σημάδια, σύμβολα, μεταφορές».
«Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι αυτό το αίσθημα απώλειας. Γερνάμε, και η ζωή που μας απομένει, ολοένα λιγοστεύει. Ο χρόνος φεύγει μεσ’ από τα χέρια μας μέρα με τη μέρα, το ίδιο και οι δυνατότητες. Χάνονται τα νιάτα, χάνονται οι πράξεις μας – τα πάντα, κατά μια έννοια. Μάλλον μιλάω για τη θλίψη».
«Πάντα άκουγα τζαζ με τόση προσήλωση και προσοχή, που πλέον έχω το ρυθμό μέσα μου. Έτσι όταν γράφω μυθιστορήματα και διηγήματα, πάντα πιάνω το ρυθμό τους».
«Ποιους τρεις δίσκους θα έσωζα εάν έπιανε φωτιά το σπίτι μου; Δεν θα ήξερα ποιους να διαλέξω. Θα τους άφηνα να γίνουν στάχτη. Θα έσωζα τη γάτα».
*Επιλογή από συνεντεύξεις του Χαρούκι Μουρακάμι στον ξένο Τύπο (The Guardian,
The New York Times, Entertainment Weekly, κ.ά.).
Ο σημαντικότερος μεταπολεμικός διάδοχος των τριών μεγάλων της ιαπωνικής λογοτεχνίας,
του Μισίμα, του Καουαμπάτα και του Τανιζάκι, η ασιατική απάντηση στον Τόμας Πίντσον κατά ορισμένους Ευρωπαίους και Αμερικανούς θαυμαστές του, μεταφραστής (Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ, Tρούμαν Kαπότε, Tζον Ίρβινγκ, Pέιμοντ Kάρβερ, κ.ά.), μανιώδης συλλέκτης της τζαζ (οι φήμες θέλουν τη συλλογή των βινυλίων του να ξεπερνάει τις σαράντα χιλιάδες), δρομέας μεγάλων αποστάσεων (έχει λάβει μέρος σε καμιά σαρανταριά τουλάχιστον μαραθώνιους), λάτρης της βαρελίσιας μπύρας Samuel Adams (Summer Ale), των γατών και των γυναικείων… λοβών, ο Χαρούκι Μουρακάμι γεννήθηκε το 1949 στο Κιότο και μεγάλωσε στο Κόμπε, σπούδασε λογοτεχνία και αρχαίο ελληνικό θέατρο στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Τόκιο, το 1974 άνοιξε το τζαζ κλαμπ Peter Cat και το πούλησε εφτά χρόνια αργότερα για ν’ αφοσιωθεί στο γράψιμο, και πλέον έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από 20 βιβλία (μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, δοκίμια, κλπ.), έχει μεταφραστεί σε πάνω από 50 γλώσσες, και το πιο πρόσφατο από τα πολυάριθμα διεθνή λογοτεχνικά βραβεία που έχει λάβει, είναι το Βραβείο Ιερουσαλήμ για την ελευθερία του ατόμου στην κοινωνία (2009) που το έχουν λάβει εκλεκτοί συνάδελφοί του, όπως οι Τζ. Μ. Κούτσι, Μίλαν Κούντερα και Β.Σ. Νάιπολ, κά.
Ακροστιχίδα Γκανιάν #5-Μουρακάμι
Γκρεμίζοντας
Κανονικότητες
Ανισόρροπων
Νομοδιδάσκαλων
Ιερουργούμε
Αενάως
Ναυμαχώντας