Το γεγονός ότι στην εσωτερική τσέπη του παλτού του Γκανιάν βρήκαν μια χοντρή αλυσίδα –που είχε απαλλοτριώσει το ίδιο βράδυ απ’ το φαναρτζίδικο απέναντι απ’ το σπίτι του– αλλά και ξυραφάκια –με τα οποία συνήθιζε να κάνει σκοποβολή σε περιστέρια– δεν τον βοήθησε καθόλου να μην διανυκτερεύσει στο κρατητήριο του αστυνομικού τμήματος Πατησίων.
«Μα γιατί, βρε γιόκα μου;» τον ρώτησε τ’ άλλο πρωί ο παππούς του πίσω απ’ τα κάγκελα. «Σου ’φερα “Καρέλια”, δεν ήξερα τι τσιγάρα καπνίζεις».
Κάποια ληστεία είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ σε ένα επώνυμο κοσμηματοπωλείο της οδού Χαλκίδος και μπουζούριασαν για εξακρίβωση ένα σωρό αλάνια, ανάμεσά τους κι όλους τους θαμώνες του ονομαστού «Βιετνάμ», την ώρα ακριβώς που ο κολλητός του Γκανιάν, ο τραγουδιστής του πανκ συγκροτήματος «Iguanas», κυλιόταν ημίγυμνος πάνω σ’ ένα θρυμματισμένο μπουκάλι Μεσκάλ στη σκηνή του ροκ κλαμπ, ουρλιάζοντας «God save the queen, the fascist regime…»
Τρεις ώρες νωρίτερα, οι δύο κολλητοί έτρωγαν παγωτό Chicago με σαντιγί, τριμμένο αμύγδαλο και το κλασικό μπισκότο στην κορυφή σε διάσημο ζαχαροπλαστείο της οδού Πατησίων. «Άλλος άνθρωπος» δήλωσε ο τραγουδιστής, επιστρέφοντας στο τραπέζι τους απ’ την τουαλέτα της «Χαράς» κι ο Γκανιάν παρατήρησε ότι υπήρχε ένας λεκές από αίμα στο μανίκι του.
Πριν το Chicago, ο Γκανιάν είχε γευτεί την Πατησιώτισσα φιλενάδα του. Το κορμί της ήταν σαν τις φαντασιώσεις του (και ποιος ξέρει τι φαντασιώνεται ο Γκανιάν), η κίνησή της υγρή σαν γάτα από υδράργυρο, το πιπεράτο πνεύμα της σαν δωδεκάποντη γόβα σε προκυμαία νησιού της Άγονης Γραμμής.
Λίγα χρόνια αφότου του ’φερε στη φυλακή εκείνα τα «Καρέλια», ο παππούς του Γκανιάν -κάποτε καπετάνιος κι εκείνος σαν τον πατέρα του, φτυστός ο Καββαδίας, τους αιφνιδίασε όλους αναχωρώντας για τον άλλο κόσμο με μια βουτιά απ’ το μπαλκόνι του στο δυαράκι του τρίτου ορόφου, όπου ζούσε με τη δεύτερη σύζυγό του. Η πρώτη είχε πεθάνει στην αγκαλιά του προτού γεννηθεί ο Γκανιάν, ενώ χόρευαν βαλς σε κάποιο υπερπόντιο ταξίδι. Τ’ όνομά της ήταν Ουρανία.
Τα μεθυσμένα Πατήσια
Άλλοτε έδρα του πολυχρονεμένου σουλτάνου Πατισάχ, τα Πατήσια μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν ένα γραφικό χωριουδάκι της Αττικής γεμάτο περιβόλια κι άφθονα νερά, διακριτό γεωγραφικά απ’ την Αθήνα. Στον αστικό ιστό της δεν ενσωματώθηκαν παρά στα 1870 και λίγο αργότερα συνδέθηκαν με το Σύνταγμα με ιπποκίνητο τροχιόδρομο, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς επέλαυνε η Belle Époque, χαράχτηκε η Πατησίων κι ενώθηκαν με το κλεινόν άστυ και με ηλεκτροκίνητο τραμ, που έφτανε μέχρι το τέρμα της Πατησίων κι από εκεί όποιος άντεχε κι άλλη περιπέτεια επιβιβαζόταν στο «Θηρίο» που τραβούσε αγκομαχώντας προς την Κηφισιά. Ο αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942), δικηγόρος, ιστοριοδίφης, ποιητής, λογοτέχνης και ακαδημαϊκός, αναφέρει ότι το όνομά τους πιθανώς προήλθε από παραφθορά της προσωνυμίας «Παραδείσια» (λόγω των ειδυλλιακών κήπων) ή από την οικογένεια Πατίχα που κατείχε πολλά κτήματα εκεί είτε από έναν Τούρκο αγά ονόματι Πατίς, που ο θρύλος λέει ότι επειδή τρέκλιζε κάθε μέρα στουπί στο μεθύσι, τα πιτσιρίκια τού φώναζαν «Πάτα ίσια!»
Ιδανικός κι ανάξιος εραστής*
– «Σας έχει εμπνεύσει η Κύπρος;»
– «Ναι, βέβαια. Οι γυναίκες της, που είναι τόσο… τόσο… Και οι άντρες της, που είναι σπουδαίοι… φίλοι».
– «Ετοιμάζετε καμιά έκδοση, είτε ποίηση είτε πεζό;»
– «Το έχω σκοπό… αλλά δεν μπορώ να το τελειώσω».
– «Δεν μπορείτε να το τελειώσετε».
– «Πρέπει να μπαρκάρω σε φορτηγό, να ’χω τη μοναξιά για να το τελειώσω».
*Από τη μοναδική σωζόμενη τηλεοπτική συνέντευξη του ποιητή Νίκου Καββαδία στον δημοσιογράφο
Κώστα Σερέτη στο κυπριακό κανάλι ΡΙΚ (1965).
«Όσο η ανάγκη
γίνεται κοινωνικό όνειρο,
τόσο το όνειρο γίνεται αναγκαίο».
GUY DEBORD
(από το Η κοινωνία του θεάματος, εκδ. Μεταίχμιο, 2016,
μτφρ.: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης)