Τα πρώτα-πρώτα χρόνια του κόσμου, όχι πολύ μετά από τότε που γεννήθηκαν τα δέντρα πάνω στη γη, και κανείς δεν ξέρει αν αυτά φύτρωσαν μοναχά τους ή αν τα φύτεψε σε σπόρο κάποιο χέρι, οι άνθρωποι άρχισαν να δουλεύουν.
Εκείνο τον καιρό ένας άνθρωπος πήρε το τσεκούρι του και τράβηξε στο μονοπάτι που οδηγούσε για το δάσος, το πρώτο μεγάλο δάσος. Ήθελε να κόψει ξύλα. Περπάτησε λοιπόν ώρα πολλή και το πρώτο δέντρο που συνάντησε μπροστά του ήταν ένα πεύκο. Έφτυσε τις παλάμες του, κράτησε στα χέρια του το τσεκούρι που κουβαλούσε τόσην ώρα στον ώμο του, το σήκωσε, και την ώρα που το ’χε σηκώσει στον αέρα για να χτυπήσει το δέντρο ακούστηκε μια φωνή να φωνάζει απ’ το πεύκο: «Μη με χτυπήσεις! Δεν βλέπεις τα δάκρυα που χύνω απ’ το κορμί μου; Ζουμιά που κολλάνε τρέχουν ήδη πάνω μου. Αν με κόψεις θα σε βρει κακή τύχη!» Ο άντρας πραγματικά στάθηκε και κοίταξε ότι του έλεγε το δέντρο. Είδε ζουμιά που κολλούσαν κατακίτρινα να χύνονται απ’ τα σκισίματα που είχε ο κορμός του πεύκου ολούθε πάνω του, στη μέση, ψηλά και χαμηλά. Πήρε την απόφαση να μην το κόψει και αφού ξανασήκωσε το τσεκούρι του και το ακούμπησε στον ώμο του κίνησε ξανά να προχωράει μέσα στο δάσος.
Πέρασε από κείνο τον τόπο που ήταν απλωμένα τριγύρω τα πεύκα και μετά από λίγη ώρα βρέθηκε εκεί που ξεκινούσαν τα έλατα. Στάθηκε μπροστά σ’ ένα έλατο, κατέβασε και πάλι το τσεκούρι απ’ τον ώμο του, έφτυσε τις παλάμες του και σήκωσε με μιας το τσεκούρι στον αέρα να χτυπήσει το δέντρο που στεκόταν όρθιο μπροστά του κι ανήμπορο, όταν άκουσε το έλατο να φωνάζει με παράπονο: «Μη με κόψεις! Δεν θα σου χρειαστώ. Το ξύλο μου είναι γιομάτο σπείρες κι έχει κόμπους και ρόζους. Άδικα θα με κόψεις. Πήγαινε αλλού…»Τα μούτρα του ανθρώπου σκοτείνιασαν, κάτι μουρμούρισε ανάμεσα στα χείλια του, έσφιξε τα δόντια του με θυμό κι ύστερα έβαλε ξανά το τσεκούρι του στον ώμο και προχώρησε μέχρι εκεί που τέλειωναν τα έλατα.
Προχώρησε κι άλλο και μόλις τ’ άφησε πίσω του συνάντησε μπροστά του το δέντρο του σκλήθρου. Στάθηκε και το κοίταξε καλά καλά. Έφτυσε τις παλάμες του, σήκωσε για μιαν ακόμα φορά το τσεκούρι, έτοιμος να χτυπήσει τον κορμό που βρίσκονταν μπροστά στα μάτια του μα ξαφνικά το σκλήθρο ούρλιαξε με δύναμη: «Πρόσεξε μη με πληγώσεις! Πρόσεξε! Κάθε φορά που κόβομαι τρέχει αίμα απ’ την καρδιά μου. Αν με κόψεις θα λεκιαστεί το κορμί μου, θα ποτιστεί το ξύλο μου και το τσεκούρι σου θα βαφτεί κατακόκκινο στο αίμα!» Ο άνθρωπος σταμάτησε κι απόμεινε για λίγο σκεφτικός. Δεν προχώρησε παραπέρα.
Πήρε το δρόμο του γυρισμού και τα βήματα του ακούγονταν τώρα βαριά πάνω στο χώμα του μονοπατιού. Αποφάσισε να πάει στο Θεό και να του κάνει παράπονα.
Τον βρήκε να κάθεται πάνω σ’ έναν βράχο. Στάθηκε μπροστά του κι είπε: «Πού θα βρω ξύλα για τη φωτιά μου; Πώς θα φτιάξω το σπίτι μου χωρίς ξύλα; Κάθε φορά που ετοιμάζομαι να κόψω ένα δέντρο αυτό φωνάζει και παραπονιέται κι άλλα δέντρα παρακαλάνε, άλλα κλαίνε κι εγώ κοντεύω να χάσω τα λογικά μου! Θέλω να κόψω δέντρα για να φτιάξω απλωσιά να βοσκάνε τα ζωντανά μου κι ακούω τούτα και κείνα κι έχω βρει μεγάλο μπελά!». Όση ώρα μιλούσε ο άνθρωπος, ο Θεός τον άκουγε κι άλλοι λένε ότι τον λυπήθηκε και κανένας δεν ξέρει αν είν’ αλήθεια γιατί είναι παραμύθι… Όταν τέλειωσε τη γκρίνια του γυρίζει και του λέει: «Άνθρωπε, τράβα ξανά στο δάσος. Θα κοιτάξω από τώρα κι ύστερα κανένα δέντρο να μη σου βγάζει γλώσσα και να μην σου αντιστέκεται σαν είναι μόνο του ή παρέα με άλλα στο δάσος».
Ο άνθρωπος έκανε αυτό που του είπε ο Θεός. Πήρε για μια ακόμα φορά το πρώτο μεγάλο μονοπάτι του κόσμου, γύρισε στο δάσος και τώρα σήκωσε για τα καλά το τσεκούρι του. Κανένα δέντρο δεν ούρλιαξε, κανένα δεν του έβγαλε γλώσσα, κανένα δεν του αντιστάθηκε. Ούτε ένα δεν φώναξε την ώρα που ο άνθρωπος το έριχνε στο χώμα για να φτιάξει το σπιτικό του, για ν’ ανάψει τη φωτιά του ή για να κάνει απλωσιά να βόσκουν τα κοπάδια του.
Τα δέντρα πολύ στενοχωρέθηκαν απ’ όσα έγιναν εκείνη τη μέρα μέσα στο δάσος. Απόμειναν σκεφτικά μπροστά σ’ αυτά που αντίκρισαν να γίνονται ανάμεσα στ’ αδέρφια τους μα δεν μίλησαν ούτε τόλμησαν να παραπονεθούν στα φανερά απέναντι στο Θεό. Αντί γι’ αυτό, άρχισαν να ψιθυρίζουν σιγά μεταξύ τους το ένα με το άλλο κάθε φορά που ένας άνθρωπος θάρρευε να πατήσει το πόδι του στα δάση τους, εκεί που αυτά είχαν το κουμάντο.
Αν σκεφτείς ποτέ να σιμώσεις καμιά παρέα από δέντρα ή βρεθείς να περπατάς μέσα σε δάσος, θα μπορέσεις ακόμα ν’ ακούσεις πώς ψιθυρίζουν απαλά και σιγανά το ένα στο άλλο. Λένε, πως παραπονιούνται όπως αυτά ξέρουν για τον τρόπο τον άδικο που τους φέρεται ο άνθρωπος, για όσα περνάνε σαν βρίσκονται στα χέρια των ανθρώπων…
Discussion about this post