Μια μαυρίλα έχει καλύψει την πόλη αυτή τη χρονιά. Οι λόγοι είναι γνωστοί και βαριόμαστε να τους επαναλαμβάνουμε. Πραγματικά κουραστήκαμε να βλέπουμε και να ακούμε μαύρο. Ανιχνευτές της πόλης καθώς είμαστε, ρουφώντας τις ανθρώπινες ιστορίες που ακούμε σε στενά σοκάκια ή μαντεύοντας πίσω από ένα “Αχ!” που βγαίνει αληθινό απ’την ψυχή του συνομιλητή μας τη δική του ιστορία, αποφασίσαμε να δεχτούμε και να σας πούμε ότι η ζωή είναι πολύχρωμη. Και δεν μπορεί, κάτι καλό θα βγήκε από αυτήν την χρονιά. Αληθινές ιστορίες; Φανταστικές; Το δικό μας ηθικό δίδαγμα όπως το “διαβάσαμε” πίσω από το βλέμμα ενός ανθρώπου; Μικρή σημασία έχει. Εμείς πάντα θα λέμε ότι ήμασταν εκεί και τις είδαμε.
Μια χρονιά δεν καθορίζεται από τις άσχημες ειδήσεις. Υπάρχουν και τα θετικά! Αυτές οι όμορφες στιγμές που πρέπει να εκτιμάμε!
Έπρεπε πια να οριοθετηθεί. Δεν ήταν εύκολο, όταν απέναντί σου έχεις τους γονείς σου. Κάτι είχαν καταλάβει. Αλλά όλοι το κρατούσαν σαν ένα κρυμμένο μυστικό.
Φοβόντουσαν την αλήθεια; Δεν ήθελαν να αλληλοπληγωθούν; Δεν ήξεραν πώς να το κάνουν; Μία φορά μόνο, ένας θείος του Τάκη, ο αδελφός του πατέρα του, του είχε πει ψιλοάγρια-ψιλοειρωνικά “Τάκη δεν κάνουν έτσι οι άντρες”. Από τότε ο πατέρας του είχε απομακρυνθεί από τον αδελφό του. Τσαντισμένος ή ντροπιασμένος;
Ο Τάκης δεν μπορούσε να καταλάβει. Υπέθετε μόνο, αλλά κουράστηκε να υποθέτει και τα παράτησε. Τη μέρα των γενεθλίων του, έκλεινε τα 25, 17 Ιανουαρίου, αποφάσισε να οριοθετηθεί. “Μάνα θα έρθω με το ταίρι μου την Κυριακή το μεσημέρι να φάμε. Να είναι και ο μπαμπάς”, της είπε με προσποιητή αποφασιστικότητα. “Τι να σας φτιάξω;” ψέλλισε η μάνα. “Λαχανοντολμάδες φτιάξε’’ της είπε, πάλι αποφασιστικά ο Τάκης. Πώς του ήρθε;
Πήρε τηλέφωνο τον Σέργιο. “Ρε συ τρως λαχανοντολμάδες;’’ τον ρώτησε με αγωνία. ‘’Τρώω, αλλά την Κυριακή θα μας φάνε ρε Τάκη, δεν θα φάμε τους λαχανοντολμάδες”.
Στο τραπέζι όλο για κείνους συζητούσαν. “Και πώς την φτιάχνεις την μπεσαμέλ κυρά Μαρία;’’ έφτασε να την ρωτήσει ο Σέργιος. Εκείνη χαμογέλασε και του ‘πε. Ο πατέρας έφαγε δύο πιάτα. Ο Τάκης τον ξεμονάχιασε στην κουζίνα.
“Πατέρα συγγνώμη, αλλά έτσι είναι. Σ’ αγαπάω πολύ να ξέρεις’’. Ο κυρ Στέφανος βούρκωσε, τον αγκάλιασε και του’πε “Να ‘ρχεσαι, να ‘ρχεστε εννοώ αγόρι μου. Έτσι κάνουν οι άνθρωποι…”