Ο Αττίκ [κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου (1885-1944)] υπήρξε βασικός εκφραστής του ρομαντικού ελαφρού ελληνικού τραγουδιού στο μεσοπόλεμο. Προερχόταν από εύπορη αστική οικογένεια και έτυχε παιδείας υψηλού επιπέδου. Κατά την καλλιτεχνική «θητεία» του στο Παρίσι σπούδασε Μουσική και εξέδωσε συνθέσεις, τραγούδια, μουσική για πιάνο, για οπερέτα και μπαλέτο. Συνεργάστηκε ως ηθοποιός με διάφορους θιάσους, συμμετείχε σε περιοδείες και εκτός Γαλλίας, ενώ έγινε ευρύτερα γνωστός [αναγνωρίσιμος] στους ευρωπαϊκούς κύκλους των τεχνών.
Έχοντας επιστρέψει (για οικογενειακούς λόγους) στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1930 αποφάσισε να στεγάσει το δικό του υπερχειλίζον τάλαντο – αλλά και των συνεργατών του – σε μια ελεύθερη μάντρα που βρισκόταν επί της οδού Μηθύμνης στην Πλατεία Αγάμων (νυν Αμερικής). Έτσι ξεκίνησε η περίφημη «Μάντρα» (ή «Μάνδρα») του Αττίκ. Σύμφωνα με τον Αθηναιολόγο Τίμο Μωραϊτίνη επρόκειτο για «μια μπουάτ στα πρότυπα εκείνων της Μονμάρτης αλλά με καθαρώς αθηναϊκόν χρώμα». Ο ίδιος ο Κλέων Τριανταφύλλου, αυτοσαρκαζόμενος, περιέγραφε αυτό το πολυμορφικό στέκι των τεχνών και της πολιτικής σάτιρας ως εξής: «Πολλές σανίδες, λίγη μπογιά και αρκετή πρωτοπορία. Ένα ξύλινο παράπηγμα-σκηνή, ύψους έξι-επτά μέτρων και δίπλα η αυλόπορτα που ήταν η είσοδος. Στο δρόμο η πρόσοψη παριστάνει ένα φτωχικό διώροφο σπιτάκι με ζωγραφισμένα πορτοπαράθυρα. ‘Ενα αληθινό παράθυρο στο ισόγειο που στην πραγματικότητα ήταν το ταμείο και μια αληθινή μπαλκονόπορτα με μπαλκόνι στο δεύτερο πάτωμα. Στην είσοδο γλάστρες με φυτεμένα… μακαρόνια. Στην πόρτα ψηλά ένα κλουβί με μια σαρδέλα αντί πουλιού […]»
Ένα βραδάκι περί τα τέλη Ιουλίου του 1935, μέσα σε κλίμα μεγάλης έξαψης των πολιτικών παθών, μια παρέα ροπαλοφόρων ««αγανακτισμένων πολιτών»» [εντός πολλών εισαγωγικών…] μαζί με κάποιους σμηνίτες, που βρίσκονταν στις τελευταίες θέσεις, κατόπιν συνθήματος (σφυρίγματος) εισέβαλε-επέδραμε στη σκηνή της Μάντρας (που εκείνη την περίοδο είχε μετακομίσει στην οδό Αχαρνών). Η ομάδα αυτή μετέτρεψε τα πάντα σε ερείπια. Βανδάλισε και τραμπούκισε! Χειροδίκησε εναντίον καλλιτεχνών και θαμώνων. Κατά τη διάρκεια αυτής της «Επιχείρησης: Γης Μαδιάμ» χτυπήθηκε στο κεφάλι και ο λαοφιλής τροβαδούρος Αττίκ, ενώ μερικοί τραυματίες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία. Σύμφωνα με γραφίδες της εποχής, αφορμή για αυτό το [««αυθόρμητο»»] επεισόδιο στάθηκε ένα σατιρικό τραγούδι, που στρεφόταν εναντίον του εν ενεργεία πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη με θέμα την ενδεχόμενη παλινόρθωση της βασιλείας…
Κλείνοντας, και με τις φυγόκεντρες δυνάμεις της επικαιρότητας να θέτουν εκτός ισορροπίας ακόμα και τους πιο φλεγματικούς [σκεπτόμενους] πολίτες, αναχαράζουν στο νου μας τα λόγια του ‘Ιταλο Καλβίνο (1923-1985) από τις Αόρατες Πόλεις (1972):
«[…] Αν υπάρχει μια κόλαση είναι αυτή που υπάρχει ήδη εδώ, η κόλαση που κατοικούμε καθημερινά, που διαμορφώνουμε με τη συμβίωσή μας. Δυο τρόποι υπάρχουν για να μην υποφέρουμε. Ο πρώτος είναι για πολλούς εύκολος: να αποδεχθούν την κόλαση και να γίνουν τμήμα της μέχρι να μην βλέπουν πια. Ο δεύτερος είναι επικίνδυνος και απαιτεί συνεχή προσοχή και διάθεση για μάθηση: να προσπαθήσουμε να μάθουμε και να αναγνωρίσουμε ποιος και τι, μέσα στην κόλαση, δεν είναι κόλαση, και να του δώσουμε διάρκεια, να του δώσουμε χώρο.»!
Δύσκολα μας βάζει ο περίφημος Λατίνος δοκιμιογράφος και λογοτέχνης, ε;
Σίγουρα όμως αξίζει τον κόπο… Χαλάλι η προσπάθεια!