Το έργο του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα, ηθοποιού και σεναριογράφου Τρέισι Λετς (Tracy Letts) με τίτλο Killer Joe σκηνοθετεί στο Θέατρο Εμπορικόν ο Γιάννης Στάνκογλου.
Γράφτηκε και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1993 στο Next Theatre Lab του Evanston, Illinois, συνέχισε την πορεία του στο Edinburgh Fringe Festival, κερδίζοντας το πρώτο βραβείο, ενώ η πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη έγινε στο off-off Broadway θέατρο, 29th Street Repertory, το 1994. Το 2011 έγινε ταινία σε σενάριο του ίδιου του συγγραφέα και σκηνοθεσία του William Friedkin. Ένας νεαρός έμπορος ναρκωτικών χάνει μια σημαντική παρτίδα εμπορεύματος και καλείται να βρει επειγόντως χρήματα να ξεπληρώσει τους προμηθευτές του, ώστε να καταφέρει να αποφύγει την εκδικητική τους μανία. Με τον πατέρα του καταστρώνουν το σχέδιο να σκοτώσουν την μητέρα του (και πρώην πλέον σύζυγο του πατέρα) για να εισπράξουν την αρκετά παχυλή ασφάλεια ζωής που γνωρίζουν ότι έχει κάνει. Για την πραγματοποίηση του σχεδίου τους προσλαμβάνουν έναν αστυνομικό ο οποίος για να συμπληρώσει το εισόδημά του αναλαμβάνει δολοφονίες, έναντι υψηλής αμοιβής. Όντας και οι δύο σχεδόν απένταροι και μη έχοντας τα απαραίτητα χρήματα για να προπληρώσουν τον υποψήφιο δολοφόνο, εν είδει εγγύησης του δίνουν την άβγαλτη αδερφή του, τη νεαρή Ντόττι, με προφανή ερωτικό σκοπό. Η δολοφονία γίνεται, η εγγύηση “εισπράττεται” και οι σχέσεις των πρωταγωνιστών κρέμονται από μία λεπτή κλωστή. Το έργο καταπιάνεται με την παρακμή του αμερικάνικου ονείρου, με το βλέμμα σε μια κοινωνική τάξη που ζει στο περιθώριο, διαμένει σε τροχόσπιτα ή παραμελημένες τρώγλες και προσπαθεί να επιβιώσει με τα πενιχρά μέσα που διαθέτει, ζώντας μια μίζερη και στενάχωρη ζωή και δημιουργώντας προβληματικές προσωπικές σχέσεις. Η μετάφραση των Γιάννη Σακαρίδη και Ντενίς Νικολάκου μπορεί να ήταν ακριβής και συνεπής με το αρχικό κείμενο, αλλά μετέφεραν αυτούσιες κάποιες “αμερικανιές” τόσο υφολογικές, όσο και λεκτικές, οι οποίες δεν ταιριάζουν με την ελληνική καθομιλουμένη, δημιούργησαν αχρείαστες σιωπές και δυσκόλεψαν την επικοινωνία των ηρώων με το θεατή. Τη δραματουργική επεξεργασία επιμελήθηκε η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου.
Ο Γιάννης Στάνκογλου σκηνοθετεί την παράσταση, επιχειρώντας να μεταφέρει σε εικόνες την ηθική και πνευματική εξαθλίωση των χαρακτήρων και να αποτυπώσει τη μιζέρια και την σωρευόμενη απογοήτευση στις ζωές τους. Στο λιτό και φθηνό εσωτερικό ενός σκηνικού χώρου που έχει τα χαρακτηριστικά ενός τροχόσπιτου, οι στιγμές της καθημερινότητάς τους κυλούν αργά και σχεδόν βασανιστικά και μοιάζουν παραδομένοι σχεδόν μοιρολατρικά στα αδιέξοδά τους. Η σκηνοθετική προσέγγιση ενώ θίγει την κοινωνική και ηθική παθογένεια ενός ελλειμματικού συστήματος, μένει στην επιφάνεια και δε συνεχίζει βαθύτερα ψάχνοντας τις αιτίες και θέτοντας ερωτήματα για τα πως και τα γιατί, που μπορεί να έπαιξαν το ρόλο τους σε αυτήν την πορεία και την κατάντια. Αρκείται σε μια μάλλον επίπεδη καταγραφή λέξεων και γεγονότων, που κάποιες στιγμές γίνεται μονότονη, στερείται πάθους καιατρμόσφαιρας και εν τέλει η αύρα της ακουμπά το θεατή, αλλά τον προσπερνάει και του αφήνει ελάχιστα πράγματα. Οι όποιες δόσεις χιούμορ είναι μάλλον αφελείς και ελάχιστα επιδραστικές, ενώ και η υποβόσκουσα βία του έργου αναλώνεται σε τεχνητές εντάσεις και άσκοπες φωνασκίες. Η σκληρότητα και η αιχμηρότητα κάποιων διαλόγων είναι περιστασιακή, χωρίς συνέχεια και χωρίς το συναισθηματικό υπόβαθρο που θα απαιτούνταν για να επικοινωνήσουν με το κοινό και να γεννήσουν δημιουργικό προβληματισμό. Δεδομένων των συνθηκών αυτών ο ρυθμός της παράστασης φθίνει και η εναλλαγή των σκηνών χάνει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον και την επιδραστικότητά της. Εναρμονισμένες είναι και οι περισσότερες από τις ερμηνείες, οι οποίες (με μικρές εξαιρέσεις), δεν έχουν τονική αρμονία και σκηνική επικοινωνία, φαίνονται μάλλον διεκπεραιωτικές και φτάνουν αποδυναμωμένες στην πλατεία.
Ο Γιάννης Στάνκογλου αναλαμβάνει το ρόλο του Joe Cooper, του αστυνομικού που αναλαμβάνει δολοφονίες για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Ένας σκοτεινός και πολυεπίπεδος χαρακτήρας για τον οποίο ελάχιστα στοιχεία βλέπουμε στη σκηνή, γεννά πολλά ερωτηματικά, αλλά δεν απαντά σχεδόν σε κανένα από αυτά. Η σκηνική του παρουσία έχει σχεδόν διαρκώς τη βαριεστημένη έκφραση ενός κουρασμένου καουμπόυ, με πρόσωπο ανέκφραστο, φωνή επίπεδη και αχρωμάτιστη, ώστε δείχνει απόμακρος από τον ίδιο του το λόγο και στέκεται συναισθηματικά αδιάφορος ακόμα και απέναντι στα γεγονότα που τον αφορούν. Ο Κώστας Νικούλι είναι ο νεαρός Chris, ο οποίος μπλέκει σε μια διελκυστίνδα βίας με τους προμηθευτές των ναρκωτικών τα οποία αυτός πουλάει για να ζει. Βρίσκεται σε μια σχεδόν διαρκή ένταση, σωματική και πνευματική, η οποία δε βρίσκει εξήγηση στη ροή της παράστασης και αναζητά μάταια διεξόδους επιβίωσης. Το μεγαλύτερο όμως μέρος αυτής της έντασης δεν έχει βάθος ή απεύθυνση, με την έκφρασή της να είναι μονοδιάστατη και να αναλώνεται σε αγωνιώδεις αλλά άσκοπες κινήσεις των χεριών, τέντωμα του κορμού και αχρείαστα υψηλές εντάσεις φωνής που δεν εξυπηρετούν τίποτα. Ο Κωνσταντίνος Σειραδάκης υποδύεται τον Ansel, πατέρα του Chris, σε μια χαμηλότονη και άνευρη ερμηνεία με μεγάλα κενά μεταξύ των φράσεων, επίπεδο τονισμό και υποτονική κίνηση. Ακόμα και στις όποιες κορυφώσεις του ρόλου του, έδειχνε να μην πιστεύει και να μην αισθάνεται τίποτε απ’ ότι έλεγε. Η Ναταλία Σουίφτ έπαιξε τη νεαρή και άβγαλτη Dottie, καταφέρνοντας να αποδώσει ικανοποιητικά στη σκηνή τη νεανική αθωότητα της ηρωίδας της, αλλά και τη δίψα της να αποκτήσει εμπειρίες και να βιώσει συναισθήματα. Ξεκίνησε με μια σχετική σκηνική αμηχανία (κυρίως κινητική), αλλά σύντομα ανέκτησε την απαιτούμενη ισορροπία που απαιτούσε ο εύθραυστος ψυχισμός του χαρακτήρα της. Η Δήμητρα Λημνιού ως Sharla, δεύτερη σύντροφος του Ansel και μητριά των δύο παιδιών του, κατάφερε να αποτυπώσει αξιοπρεπώς και με συνέπεια μία δυναμική γυναίκα, με διάθεση για ζωή, η οποία νιώθει έντονα παραμελημένη και προσπαθεί με κάθε τρόπο να μη βουλιάξει στο βάλτο της καθημερινότητάς της.
Ο σκηνικός χώρος της Αλεξίας Θεοδωράκη αποτύπωσε ένα λιτό και σχετικά παραμελημένο και ακατάστατο εσωτερικό σπιτιού που δίνει μια αίσθηση παρακμής, αλλά δε βγάζει τη κλειστοφοβικότητα και τον περιορισμό που θα περίμενα, αφού υπάρχει άνεση χώρου. Τα κοστούμια της ίδιας έντυσαν επιτυχημένα τους διαφορετικούς χαρακτήρες της παράστασης και εναρμονίστηκαν με την ιδιοσυγκρασία του καθενός από αυτούς. Η μουσική του Φώτη Σιώτα υπογράμμισε κάποιες εντάσεις του λόγου, ενώ η χορογραφία του Έντι Λάμε ήταν μάλλον αμήχανη και χωρίς ζωντάνια. Οι φωτισμοί του Γιώργου Καρβέλα σε χαμηλούς ως επί το πλείστον τόνους, απέδωσαν πετυχημένα την ατμόσφαιρα αποσύνθεσης που διατρέχει το έργο.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο Εμπορικόν, παρακολούθησα μια παράσταση που ασχολείται με την παρακμή του αμερικάνικου ονείρου και το περιθώριο μέσα στο οποίο κάποιοι άνθρωποι επιχειρούν να επιβιώσουν. Η σκηνοθετική οπτική άγγιξε την επιφάνεια, προσπάθησε να την αποτυπώσει, αλλά δεν προχώρησε βαθύτερα στον ψυχισμό των ηρώων και την κοινωνική παθογένεια που τους οδήγησε εκεί. Οι κορυφώσεις και οι συγκρούσεις είχαν ένταση, αλλά καθόλου συναίσθημα, ενώ η αιωρούμενη απειλή δεν έγινε σχεδόν καθόλου αισθητή στο μέσο θεατή και δεν τον έκανε κοινωνό των παθών των χαρακτήρων. Οι ερμηνείες (με κάποιες εξαιρέσεις) δεν είχαν καλή σκηνική χημεία, δε συντονίστηκαν και δεν επικοινώνησαν με το κοινό, με την παράσταση να μου αφήνει μια έντονη αίσθηση ημιτελούς και ανολοκλήρωτου στο τέλος της.