Τα μπακάλικα ήταν πάντα ζωντανοί πυρήνες της ελληνικής καθημερινότητας κι ήταν γεμάτα μυρωδιές, γεύσεις, σχέσεις και ιστορίες. Από τις ξεχασμένες επιγραφές «Εδώδιμα και Αποικιακά», μέχρι την αναβίωσή τους, το ταξίδι αυτό είναι γεμάτο νοσταλγία και γευστικές αναμνήσεις.
Τα πάντα όλα
Τα παντοπωλεία, καφεπαντοπωλεία, οπωροπαντοπωλεία, μπακάλικα, ντελικατέσεν… ή «τα πάντα όλα», υπήρξαν αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής καθημερινότητας. Η λέξη «παντοπωλείον» δεν ήταν καθόλου τυχαία, αφού προσέφεραν σχεδόν τα πάντα από ντόπιες νοστιμιές, αλλά και προϊόντα εισαγόμενα κι «εξωτικά». Γι’ αυτό άλλωστε και οι ξεχασμένες πια επιγραφές έξω από τα καταστήματα συχνά διατυμπάνιζαν: «Εδώδιμα και Αποικιακά». Η λειτουργία τους ξεκίνησε πολύ πριν την έλευση των μεγάλων αλυσίδων σουπερμάρκετ και κάλυπταν τις ανάγκες των νοικοκυριών για τρόφιμα και βασικά είδη. Συνήθως λειτουργούσαν όποιες ώρες ευκαιρούσε ο ιδιοκτήτης, ιδίως στα χωριά, ενώ τα προϊόντα τους δεν ήταν τυποποιημένα, αλλά χύμα, ακριβώς όπως και τα ωράριά τους.
Η επικοινωνία μεταξύ πελάτη και καταστηματάρχη είχε ιδιαίτερη σημασία και η εξυπηρέτηση ήταν προσωπική, ενώ πολλές φορές ο μπακάλης έκανε την καρδιά του πέτρα και πουλούσε και «βερεσέ», δηλαδή με πίστωση, καταγράφοντας τα χρέη σε ένα μικρό σημειωματάριο, το γνωστό «τεφτέρι» (Λευτέρη;). Οι παλιοί θυμούνται ακόμα τα χαρακτηριστικά «εργαλεία» των «Ζήκων» της εποχής, όπως τη ζυγαριά με τα βαρίδια, τη σέσουλα και τη σκάλα για την πρόσβαση στα πιο ψηλά ράφια (εκεί που βρισκόταν συνήθως το αλκοόλ). Ορισμένα μάλιστα είχαν διπλό ρόλο, λειτουργώντας και ως καφενεία ή ταβερνάκια, ακόμα και στα όρθια στον πάγκο. Σέρβιραν κρασί και ούζο και μεζέδες, από στραγάλια και τουρσί, μέχρι ρέγκα, ελιές και φέτα. Πάντως με τραπεζάκι ή χωρίς, τα μπακάλικα ήταν με τον δικό τους τρόπο ένας χώρος συνάντησης, κουβέντας και ζύμωσης.
Άντε μπρος.. μάλιστα… ομιλάτε… Τι ναι δώ; Κατάστημα τροφίμων. Στο τηλέφωνο ο αποδιφεντής. Αααα τί κάνετε; Τί κάνετε κυρία γιατρέσσα; Σας κατάλαβα αμέσως. Ε!
Επιστροφή στα παντοπωλεία της γειτονιάς
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επιστροφής στα μικρά παντοπωλεία. Νέοι άνθρωποι επιλέγουν να ανοίξουν καταστήματα ντέλι, προσφέροντας ποιοτικά προϊόντα και δημιουργώντας ξανά τη σύνδεση με την κάθε γειτονιά. Η τάση αυτή έχει ωθήσει και τους καταναλωτές να προσέχουν περισσότερο τα υλικά που χρησιμοποιούν στις συνταγές τους, να συνειδητοποιούν τη διαφορά με πολλά τυποποιημένα τρόφιμα και την αξία της προσωπικής επαφής και της υποστήριξης μικρών, τοπικών επιχειρήσεων και παραγωγών. Παρόλο που υπάρχει η πεποίθηση ότι τα παντοπωλεία είναι πιο ακριβά από τα σουπερμάρκετ, αυτό δεν ισχύει πάντα.
The original zero-waste
Η καθημερινότητα στα παλιά παντοπωλεία ήταν διαφορετική. Οι ρέγκες φυλάσσονταν σε ξύλινα κουτιά, οι σαρδέλες μέσα σε χοντρό αλάτι, ενώ για χαρτί περιτυλίγματος χρησιμοποιούνταν συχνά εφημερίδες. Εννοείται ότι πολύς κόσμος μετά, στο σπίτι, τις διάβαζε, ακόμα κι αν ήταν παλιές. Ζάχαρη, όσπρια και ρύζι φυλάσσονταν σε μεγάλα τσουβάλια, ενώ το λάδι αποθηκευόταν σε μεταλλικά δοχεία με ειδική κάνουλα. Συνήθως εκεί κοντά υπήρχε και η λεγόμενη μανιφατούρα, δηλαδή υφάσματα καθημερινής χρήσης (κάμποτο, χασές, δίμιτο, ντρίλι).
Το τεφτέρι, το δεφτέρι, το μπακαλοδέφτερο
Το τεφτέρι συμβόλιζε την εμπιστοσύνη μεταξύ μπακάλη και πελάτη. Καθώς πολλοί δεν μπορούσαν να πληρώσουν αμέσως, ο μπακάλης σημείωνε τις οφειλές και περίμενε υπομονετικά την εξόφληση. Αυτή η πρακτική, παρόλο που ανήκει στο παρελθόν, είναι σημαντική απόδειξη των στενών σχέσεων που υπήρχαν και που δυστυχώς τείνουν να εξαφανιστούν.
Πως να μαστε; Προσεχώς καλύτερα. Τί να χουμε; Στα ράφια δε βλέπω να χουμε μανδάμ, μήπως θέλετε να ιδώ μέσα στις γενικές αποθήκες; Μπορείτε να αναμείνετε ολίγον τι;
Ένα αυγοτάραχο, έξι σοκολάτες και λίγο σινεμά
Τα μπακάλικα στον Ελληνικό κινηματογράφο
Το κέντρο της κοινωνικής ζωής ήταν το μπακάλικο και αυτός που τα ήξερε όλα –από τα κουτσομπολιά μέχρι τις πολιτικές εξελίξεις– ήταν ο μπακάλης. Ο ελληνικός κινηματογράφος, ανάμεσα σε όλες τις στιγμές της καθημερινότητας της χώρας που κατέγραψε, δεν άφησε φυσικά απ’ έξω αυτόν τον…θεσμό. Γι’ αυτό και σήμερα θυμόμαστε τρεις ταινίες που συνδέθηκαν με το μπακάλικο και μαθαίνουμε σε ποιον έπρεπε κάποτε να τηλεφωνήσεις πρώτα, αν έβρισκες δουλειά.
Της Κακομοίρας, 1963
Δεν γίνεται να μιλήσουμε για το μπακάλικο στον κινηματογράφο χωρίς να θυμηθούμε τον επαρχιώτη, αφελή και γκαφαδόρο βοηθό παντοπώλη (μπακαλόγατο) της ταινίας «Της Κακομοίρας» του 1963. Η ταινία έγινε τελικά γνωστή και ως «Ο Μπακαλόγατος» και στον ομώνυμο ρόλο πρωταγωνιστούσε ο υπέρτατος Κώστας Χατζηχρήστος, ο Ζήκος που μικροί και μεγάλοι θυμόμαστε. Ο μπακαλόγατος έγινε τελικά σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, αν και η ταινία δεν έκανε ιδιαίτερη επιτυχία όταν κυκλοφόρησε. Και αν και οι σκηνές του μπακάλικου απ’ ό,τι φαίνεται γυρίστηκαν τελικά σε στούντιο, κατά καιρούς είναι αρκετά τα μαγαζιά που ισχυρίζονται ότι ήταν το ορίτζιναλ σημείο του αγαπημένου κινηματογραφικού παντοπωλείου.
Το Τεμπελόσκυλο, 1963
Αν νιώθετε άσχημα για το υπερβολικά συχνό delivery στο οποίο επιδίδεστε τα τελευταία χρόνια, δείτε τη σκηνή από «Το Τεμπελόσκυλο» (1963) και θα νιώσετε καλύτερα. Ο Παπαμιχαήλ ως Πολύδωρος Κλάπας, τηλεφωνεί στο παντοπωλείο «Η Αφθονία» και ξεκινάει μια λίστα που δεν έχει τελειωμό. Από ρετσίνα και σαρδέλες μέχρι αυγοτάραχο και ο ενθουσιασμός είναι ασύλληπτος. Το μπακάλικο, λοιπόν, ήταν και χώρος ονείρων. Το να μπορείς να παραγγείλεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου, έστω για μία φορά, ήταν απίστευτη πολυτέλεια (θυμίζει λίγο 2025, έτσι;).
Η Μοντέρνα Σταχτοπούτα, 1965
Μία σχεδόν ίδια σκηνή με την προηγούμενη βλέπουμε κι εδώ, με μόνη διαφορά ότι εδώ αυτή που ψωνίζει τηλεφωνικώς είναι η εθνική μας σταρ, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ως Κατερίνα. Ακόμα και το όνομα του παντοπωλείου είναι το ίδιο, «Η αφθονία». Η θρυλική ατάκα «Θα το κάψουμε απόψε κυρ-Στέφανε» έχει μείνει και τη λέμε ακόμα, όταν είμαστε στο τσακίρ κέφι μιας κάποιας καταναλωτικής μανίας μας.
Εσύ όχι παλαμάκια! Να παλαμοκροτάν αυτοί που πληρώνουν! Όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα