Από τον Λευκάδιο Χερν ως τον Κοϊζούμι Γιάκουμο: ένας «παγκόσμιος ποιητής» πριν την Παγκοσμιοποίηση…
Ο Λευκάδιος (Πατρίκιος) Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1850 και πέθανε στο Τόκιο το 1904. Η μητέρα του Ρόζα Κασσιμάτη καταγόταν από τα Κύθηρα, ενώ ο πατέρας του Τσαρλς ήταν Ιρλανδός.
Όταν ο μικρός Λευκάδιος ήταν δύο ετών, η οικογένειά του μετακόμισε στο Δουβλίνο. Εκεί, οι γονείς του χώρισαν, η μητέρα του (ουσιαστικά) εκδιώχθηκε και ο πατέρας του –ως στρατιωτικός ιατρός– μετετέθη, και πάλι, εις χώραν μακράν.
Πλέον, σαν ορφανό τέκνο γονέων ζώντων, μεγαλώνει σε ένα πνιγηρό παιδαγωγικό περιβάλλον υπό την επίβλεψη της βλοσυρής θείας του. Μαθητεύει σε κολέγια της Γαλλίας και της Αγγλίας ενώ εξελίσσεται σε έναν φανατικό αναγνώστη που προτιμά αντισυμβατική θεματολογία. Δυστυχώς, σαν απότοκο ενός ατυχήματος σε εφηβικό παιχνίδι χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι!
Πριν συμπληρώσει τα είκοσι, περνάει –ανέστιος και πένης– το παγκόσμιο κατώφλι της Νέας Υόρκης. Τα εξερευνητικά μονοπάτια του (εξωτερικά και εσωτερικά) διασταυρώνονται με το Σινσινάτι, τη Νέα Ορλεάνη, τη Μαρτινίκα… Με ευαισθησία εισχωρεί στα άδυτα της καθημερινότητας των μειονοτήτων. Γίνεται «σάρκα μία» με τους κολασμένους της ζωής. Συμπάσχει!
Όμως το 1890, ο «πικραμένος αναχωρητής» μας, φθάνοντας στην Ιαπωνία, αισθάνεται ότι έχει βρει επιτέλους το αραξοβόλι του που αναζητούσε εναγωνίως. Εκεί, στην ειδυλλιακή πόλη Ματσούε, στην πρωτεύουσα της επαρχίας των θεών, η πραγματικότητα συγχέεται με την ψευδαίσθηση. Οι εξελίξεις στην (προσωπική) ζωή του είναι καταιγιστικές! Νυμφεύεται τη Σέτσουο Κοϊζούμι και δημιουργεί μαζί της μια ευτυχισμένη πολύτεκνη οικογένεια. Το 1896 γίνεται Ιάπωνας υπήκοος, ασπάζεται τον Βουδισμό και λαμβάνει το όνομα Κοϊζούμι Γιάκουμο (小泉八雲) το οποίο μπορεί να αποδοθεί ελληνιστί ως: «Η Πηγή όπου γεννώνται τα Σύννεφα»!
Μετεγκαθίσταται στο Τόκιο όπου διορίζεται στο εκεί Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο ως καθηγητής της αγγλικής φιλολογίας. Κορυφώνει τη συγγραφική δραστηριότητά του. Οι εντονότατοι ρυθμοί εργασίας του θα έκαναν και τους πιο απαιτητικούς προσωπάρχες (human resources managers) των σύγχρονων πολυεθνικών της Γιοκοχάμα, να χλομιάσουν.
Οι βίοι του Λευκάδιου και του Ποταγού υπήρξαν σχεδόν παράλληλοι χρονικά. Οι τροχιές τους δεν συναντήθηκαν στο χώρο, ενώ καθένας τους άφησε το δικό του ξεκάθαρο αποτύπωμα από όπου κι αν πέρασε. Ο Αρκάδας ήταν ένας εξερευνητής με την παραδοσιακή έννοια του όρου, από αυτούς που θα βρούμε στις Φυσικές Γεωγραφίες του παλιού καιρού. Ο Χερν ταξιδεύοντας διερεύνησε κουλτούρες, κοινωνίες και τοπικές παραδόσεις. Εισχώρησε βαθύτατα σε ανθρωπογενή άυλα δημιουργήματα, δοξασίες και δεισιδαιμονίες. Μάλλον όμως, συνέκλιναν αμφότεροι προς το Ομηρικό: «… ανθρώπων γνώρισαν πολλών τους τόπους και τη γνώμη» («πολλών δε ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω…», Οδύσσεια α, προοίμιο).
Στο πέρασμά του από την Αμερικανική Ήπειρο «ταυτίστηκε» με τους πάσχοντας αδελφούς και τα προβλήματά τους. Μέσω του «μηχανισμού» της ενσυναίσθησης, χρησιμοποίησε «πρώτες ύλες» από τα ντικενσιανά (τραυματικά) παιδικά του χρόνια για να επουλώσει τις πληγές που είχαν οι απόκληροι της ζωής.
Στο λογοτεχνικό έργο του, ανέπτυξε μια ιδιάζουσα «ποιητική μηχανική», με έντονο το στοιχείο της διαπολιτισμικότητας προσπαθώντας να «γεφυρώσει» το χάσμα μεταξύ «ορθολογικής» Δύσης και (άγνωστης τότε) «εξωτικής» φαντασ(μα)τικής Ανατολής.
Ο πρωτότοκος γιος του, ονόματι Καζούο, ήταν η μεγάλη αδυναμία του. Ο ίδιος είχε γράψει σχετικά: «Κανείς δεν ξέρει τι είναι η ζωή μέχρι να αποκτήσει παιδί και να το αγαπήσει. Τότε όλο το σύμπαν αλλάζει και τίποτα δεν είναι πια όπως πριν».
Παναγιώτης Ποταγός Ιατροφιλόσοφος και εξερευνητής από τη Γορτυνία…
Ο Παναγιώτης Ποταγός (του Παναγιώτου) γεννήθηκε στη Βυτίνα της Αρκαδίας το 1839 και απεβίωσε ενδεής το 1903, στην Κέρκυρα. Τα ταξίδια του σε Ασία και Αφρική έδωσαν το υλικό για τον τόμο των «Περιηγήσεων» (βλ. «Εκάτη», επανέκδοση 2009).
Τα παιδικά μας χρόνια ήταν γεμάτα από τις περιπέτειες των μεγάλων εξερευνητών. Μας συνήρπαζoν εκείνες οι ιστορίες που διεδραματίζοντο μέσα σε μανιασμένους Ωκεανούς, σε άνυδρες ερήμους, σε σκοτεινά ποτάμια και ζούγκλες. Στα «ταξίδια των ανακαλύψεων» οι αντιξοότητες ήταν πολλές, όπως επικίνδυνες καιρικές συνθήκες, άγρια ζώα, ερπετά, κήτη αλλά και ύπουλες ασθένειες.
Το νεανικό μυαλό μας οργίαζε ανάμεσα σε ιστορική πραγματικότητα και φαντασία!
Δυστυχώς, χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες για να μάθουμε ότι από τους σημαντικότερους εξερευνητές ήταν και ένας «δικός μας άνθρωπος», ένας «απόγονος» του Παυσανία και του Στράβωνα. Ήταν ο Γορτύνιος ιατροφιλόσοφος Παναγιώτης Ποταγός.
Στο πρώτο του ταξίδι, ο Ποταγός ξεκίνησε από τη Συρία και αφού πέρασε από την Περσία και το Αφγανιστάν, διέσχισε τους ορεινούς όγκους του Παμίρ και συνέχισε μέσα στην έρημο Γκόμπι, στη Βόρεια Κίνα, τη Μογγολία, για να καταλήξει στην Ανατολική Σιβηρία από όπου και επέστρεψε στην Αγία Πετρούπολη και από εκεί στην Οδησσό και την Κωνσταντινούπολη. Στο δεύτερο ταξίδι, ξεκίνησε από το Σουέζ της Αιγύπτου και αφού περιηγήθηκε στις βορειοδυτικές περιοχές της Ινδίας και το Αφγανιστάν, επέστρεψε στο Κάιρο. Στο τρίτο ταξίδι, ορμώμενος από το Κάιρο, κατευθύνθηκε νότια, και μέσω του Σουδάν, έφτασε στην Κεντρική Αφρική, μέχρι τις περιοχές του Βορείου Κονγκό.
Ενδιαφέρον έχει ο προβληματισμός γύρω από τα κίνητρα του Αρκάδα περιηγητή. Εν πρώτοις, προκύπτει ένα εξ αντανακλάσεως (αρνητικό) κίνητρο φυγής αφού ο Ποταγός δεν μπορούσε να ανεχθεί άλλο τις «ιδιαιτερότητες» του ελλαδικού «πολιτικού γίγνεσθαι» (ποιος τον αδικεί πλέον για αυτό…;). Αλληλοσπαρασσόμενα στρατόπεδα «ληστών και φυγοδίκων» και ένα κράτος διοικούμενο «φατριαστικώς και κομματικώς» ήταν σκιές που στοίχειωναν τα όνειρα του φιλόδοξου νεαρού. Ταυτόχρονα όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η ύπαρξη θετικών κινήτρων στο όλο περιηγητικό εγχείρημά του. Αυτά έχουν να κάνουν με έναν πηγαίο πατριωτισμό σε συνδυασμό με την ισχυρή θέλησή του για έμπρακτη προσφορά στον πλησίον. (ΠΗΓΗ: Κάρολος Μωραΐτης, «Εις Έλλην», 2002)
Ο «Πόταγας» καταγόταν από οικογένεια οπλαρχηγών του 1821. Ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία έξι μηνών. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ενώ έκανε τη μετεκπαίδευσή του στο Παρίσι εκδηλώθηκε επιδημία χολέρας κατά την οποία επέδειξε αποφασιστικότητα και αλτρουισμό. Ως εκ τούτου, τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση.
Σε ένα σημείο του έργου του αναφέρει: «διακινδύνευσα τη ζωή μου για την τιμή της χώρας μου, που δεν πρέπει να αντιπροσωπεύεται μόνο από το έδαφός της και τα ένδοξα ερείπιά της, αλλά από εμάς τους ίδιους στην προσπάθειά μας να γίνουμε αντάξιοι των προγόνων μας».
Τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια της ζωής του επέλεξε να τα περάσει στο χωριό Νύμφες της Κέρκυρας, προσφέροντας δωρεάν τις ιατρικές υπηρεσίες του στους απλούς ανθρώπους, σαν άλλος Αλβέρτος Σβάιτσερ. «Υπήρξε φιλάνθρωπος καθ’ όλην την σημασίαν της λέξεως. Τίποτε δεν εκράτει δι’ εαυτόν …» (Ημερολόγιον Σκόκου, 1904).
Discussion about this post