Πόσοι άνθρωποι, πόσες αποσκευές. Επιστρέφουν στον τόπο τους, είναι Αμερικανοί υπήκοοι πάρα πολλοί από αυτούς. Η σκούφια τους βαστά από όλες τις χρωματιστές γωνιές της γης.
Κάποιοι από τους επιβάτες ταξιδεύουν για επαγγελματικούς σκοπούς, για διασκέδαση… Λες να βρίσκονται ανάμεσά μας και ερωτικοί μετανάστες; Σύνηθες αυτό τα τελευταία χρόνια, για να μην σου πω ανέκαθεν.
Κάθομαι στο παράθυρο. Ταξιδεύω χάρη στην καλοσύνη φίλων που βοήθησαν για το εισιτήριο, που ανοίγουν τα σπίτια τους. Είναι Έλληνες και ζουν εκεί. Ο ένας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, η άλλη πρόσφατα πολύ. Σε διαφορετικές πολιτείες. Χαμογελώ στη σκέψη της συνάντησης μαζί τους.
Δίπλα μου στο αεροπλάνο κάθεται ένας Έλληνας, καθηγητής marketing στα ΤΕΙ. Με ξυπνάει για το πρώτο γεύμα. Το σκάφος τεράστιο, τρεις σειρές, μαούνα. Δεν κουνιέται φύλλο, κι ας έχουμε αναταράξεις. Μπροστά μου μια οθόνη με θησαυρούς μέσα… μουσικές, ταινίες, τα πάντα! Μέχρι και πρόγραμμα μίνι άσκησης ποδιών και χεριών για να μην πιαστείς τόσες ώρες.
Στην τσάντα μου έχω το De Profundis του Όσκαρ Ουάιλντ, ένα μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου και τις Μέρες του Σεφέρη, που είναι μια σειρά μικρών, ανεπίδοτων ίσως, επιστολών του από μια περίοδο που πέρασε στο Λονδίνο τη δεκαετία του 1930. Λίγο διαβάζω, λίγο τρώω, λίγο κοιμάμαι.
Βλέπω συνολικά τρεις ταινίες. Πρώτη και καλύτερη, η Μαίρη Πόππινς! Όχι, δεν την είχα δει. Ύστερα, στο section European Movies πετυχαίνω την τελευταία του Σταύρου Τσιώλη, «Γυναίκες που Περάσατε από Δω». Κρατάω σημειώσεις σε όλη τη διάρκειά της, συγκινούμαι. Τέλος, επιλέγω το Lion με τη Νικόλ Κίντμαν. Δύο ώρες ποτάμια από τα μάτια μου. Ένα παιδί από την Ινδία χάνεται και καταλήγει υιοθετημένο από μια οικογένεια στην Αυστραλία. Χρόνια αργότερα, αναζητά τις ρίζες του.
Ύπνος και πάλι. Σηκώνομαι λίγο να ξεμουδιάσω, πίνω νερό, έχω στεγνώσει. Πάω τουαλέτα, ήπια πολύ νερό τελικά. Ο άνθρωπος κατόρθωσε να μπορεί να έχει έναν μικρό τόπο για να ανακουφίσει τις σωματικές του ανάγκες ενώ ο ήλιος λάμπει σαν ψεύτικος πάνω από τα σύννεφα. Κι από κάτω, οι πόλεις , τα χωριά, μινιατούρες και χάσκουν ανήμπορες.
Φτάνουμε. Σε άλλη ζώνη ώρας, σε άλλους κανόνες, σε άλλη ζωή. Νύχτα στη Νέα Υόρκη, φώτα, αυτοκινητόδρομοι. Ξημερώνει στην Ελλάδα, φώτα, αυτοκινητόδρομοι. Όταν απομακρύνεσαι πολύ κι όταν πλησιάζεις πολύ, όλα είναι ίδια. Στη μεσαία απόσταση τα πράγματα διαφέρουν στα σημεία. Κι αυτό, κάποιες φορές είναι πολύ όμορφο.
Στέλνω ένα αμερικάνικο (δηλαδή αλμυρό, βουτυρένιο) φιλί στις φίλες, του φίλους και τους συναδέλφους στην Αθήνα. Όπως μου είχε πει ο Γιάννης Ράγκος σε μια συνέντευξη που του έκανα γα το Παγκράτι, «εμείς είμαστε Αθηναίοι, περισσότερο από Έλληνες». Κι εμένα εδώ στην Αμερική με αφορούν, νομίζω, περισσότερο οι Νεοϋορκέζοι, παρά οι Αμερικανοί.
Για να δούμε…