Κάθε λίγες ώρες, άντε μέρες, ένα νέο «χοτ» θέμα, μια νέα υπερ-είδηση, σκάει σαν πυροτέχνημα. «Φωτίζει» για λίγο και μετά… σκοτάδι. Τα ειδησεογραφικά σάιτ, τα social media, οι παρέες, όλοι ασχολούνται με πάθος, εμμονή, τρέλα -για λίγο. Και όλοι φυσικά έχουν άποψη και δε φοβούνται να την εκφράσουν. Και μετά περνάει ο πυρετός. Μέχρι να έρθει η επόμενη είδηση-πυροτέχνημα. Και τελικά, δε μαθαίνουμε ποτέ τι έγινε.
Μένουμε στη μέση της ιστορίας. Φαντάσου δηλαδή να διαβάζουμε ένα βιβλίο και να το παρατάμε στο τρίτο κεφάλαιο γιατί κάποιος μας έδωσε ένα άλλο, «καλύτερο». Μάθαμε τι έγινε με την Πισπιρίγκου; Με τον Όλιβερ, το σκυλί της Αράχωβας; Με τη Γεωργία Μπίκα; «Τώρα που το λες, κάτι μου θυμίζει αυτό.» Αν δεν σε ενδιαφέρει προσωπικά, αν δεν το ψάξεις μόνος σου, το έχασες. Στο μεταξύ, έχουν πέσει άλλες 15 βόμβες.
Κι αναρωτιέμαι: είμαστε ντιπ για ντιπ αποχαυνωμένοι ή απλώς εξαντλημένοι; Ο κοινωνικός μας χρόνος, ο χώρος μέσα μας που προορίζεται για ενσυναίσθηση, ανησυχία, κριτική σκέψη, μοιάζει να έχει γίνει απλά αποθηκευτικός χώρος για memes και οργή τριών ημερών. Δεν προλαβαίνουμε να χτίσουμε πολλά πολλά, γιατί ζούμε διαρκώς σε μια επιφάνεια. Κι όταν όλα είναι επιφανειακά, κατά κάποιον τρόπο μοιάζουν και ίδια μεταξύ τους -λες κι έχουν την ίδια βαρύτητα. Η τραγωδία, η καταγγελία, το σκάνδαλο, το έγκλημα. Εντάξει, υπάρχουν κι εξαιρέσεις φυσικά. Το έγκλημα των Τεμπών ή η δίκη της Χρυσής Αυγής ή το ναυάγιο της Πύλου. Αλλά τώρα δε μιλάω για τόσο μεγάλα μεγέθη. Διαβάζουμε τίτλους, ίσως καταλαβαίνουμε στο περίπου (άρα είμαστε χειραγωγήσιμοι), θυμώνουμε χωρίς να θυμώνουμε, συγκινούμαστε αλλά όχι και πάρα πολύ και προχωράμε τσουπ, στο επόμενο θέμα.
Συνεπώς, παιδιά, μάλλον είμαστε πανηγυρτζήδες. Εκτονώνουμε στιγμιαία τον θυμό μας, βρίσκουμε μια μικρή τρυπούλα για να εκφράσουμε τα νεύρα μας ή την αδικία που νιώθουμε και μετά… τίποτα. Άκρα του τάφου σιωπή. Κι αυτή η διαδικασία δεν σταματά ποτέ. Ο ρυθμός που συμβαίνει όλο αυτό είναι καταιγιστικός και όλα γίνονται με ένταση.
Πώς θα μάθουμε να εμβαθύνουμε καλύτερα; Πώς θα μάθουμε να παρακολουθούμε με προσοχή και να κλείνουμε «απ’ έξω» τα νέα ερεθίσματα που πέφτουν βροχή, μέχρι να νιώσουμε ότι ό,τι είχαμε να μάθουμε από κάτι ή να εκφράσουμε, ολοκληρώθηκε;
Ας ψάξουμε τρόπους να λέμε «όχι» στον καταιγισμό των πληροφοριών. Να επιλέγουμε ποιες ιστορίες αξίζουν την προσοχή μας και για πόσο. Να δίνουμε χρόνο στα πράγματα. Να μην αφήνουμε τα πάντα να μένουν στη μέση. Γιατί αλλιώς, δε θα μάθουμε ποτέ. Θυμόμαστε άραγε ακόμα πώς να τα κάνουμε όλα αυτά; Αναρωτιέμαι.