Γεννήθηκε στην Αθήνα, έναν τυχερό τόπο.
Του έδωσαν δύο ονόματα και μαζί ένα ακριβό -κατά παραγγελία- δοχείο για να υπάρχει [έμοιαζε λίγο με τεφροδόχο].
Μέχρι κάποια ηλικία έκανε ο,τι μπορούσε για να βολευτεί και να μην χτυπάει στα τείχη.
Αυτός εξελισσόταν απρόβλεπτα, αυτό πάλι όχι.
Όταν άρχισε να του επιτίθεται ήταν ώρα για θάνατο’ η αλλιώς για την επόμενη μεταμόρφωση.
Οι άλλοι έσπρωχναν απέξω για να αντέξει.
Ο Α. Ε. Ζαβλιάρης πέθαινε μαζί και το δοχείο του. Στο τέλος κράτησε το μόνο όνομα που του
άρεσε. Το έδωσε στην κόρη του και στον επόμενο του τελευταίου ανθρώπου, τον V., μαζί με ένα
χρέος/ευχή. Όποτε χρειάζεται να φτιάχνει και μετά να καταστρέφει μόνο δικά του δοχεία.
O V. έγινε κάτι σα χαρούμενος Σίσυφος, ιδίως οπότε έφτανε σε αφαιρέσεις, αδύνατα και άτοπα.
Σε αυτά τα πιο μη δοχεία από όλα.
Και τότε ο V. μίλησε έτσι “να ζήσουμε, να μην τον θυμόμαστε τον Α. Ε. Ζαβλιάρη, δε με
ενδιαφέρει πως έφτασα εδώ, παρά μόνο το ότι είμαι εδώ και το ό,τι θέλω να γίνω και θα γίνω.
Δεν ξέρω τι είναι ο θάνατος γιατί μάλλον ζώ [αν και έχουμε πιεί καφέ], έχω όμως την υποψία
πως είναι βαρετά προσωρινός, γι’ αυτό βάλτε φωτιά”.
[στα λιοντάρια αρέσει να βάζουν φωτιές].