Το Au Revoir είναι πια κλασικό σημείο αναφοράς της πόλης.
Το πάτωμα, τα ξύλινα τραπέζια με τους υφασμάτινους καναπέδες, οι φωτογραφίες από τα παλιά, το πατάρι με τα μικρότερα τραπεζάκια, τα καθαρά και κλασικά ποτά που γεμίζουν αβίαστα το ένα μετά το άλλο, η θέα στην περατζάδα της Πατησίων που σε κάνει να πιστεύεις ότι ο κόσμος είναι μια βιτρίνα κι εσύ παρατηρητής, η φιλοξενία των ανθρώπων, η οικειότητα που νιώθεις λες και το Au Revoir είναι περασμένο στο DNA της πόλης και των ανθρώπων της. Ο συνδυασμός όλων αυτών είναι που σε γοητεύει και πηγαίνεις ξανά και ξανά. Η αρχιτεκτονική του χώρου, δημιουργία του Αριστομένη Προβελέγγιου, έχει μείνει αναλλοίωτη, το ίδιο και η όρεξη των ιδιοκτητών να υποδέχονται παλιές και νέες γενιές σε μια από τις διασημότερες μπάρες της Αθήνας.
1 Νοεμβρίου 1978
«Στο Au Revoir θα πάμε», αναφώνησε εκείνη τη μέρα ο Κώστας, λες και θα πηγαίναμε πρώτη φορά. «Ε, πού αλλού;» του απάντησα κι εγώ και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε την Πατησίων από την ΑΣΟΕ. Πώς να την ξεχάσω εκείνη τη μέρα; Θα μου πεις τι το ιδιαίτερο είχε εκείνη η μέρα; Άνοιξα την πόρτα του Au Revoir να τα πιούμε με τον Κώστα κι έχασα τον κόσμο. Ήταν εκεί η πιο όμορφη γυναίκα που έχω δει ποτέ. Μάτια μαύρα, μαλλιά καστανά, λευκό δέρμα, σαρκώδη χείλη και μ’ένα γέλιο που ακουγόταν μέχρι το δρόμο. «Μάγκες, εγώ πάω να μιλήσω σ’αυτήν, πείτε τα εσείς, Λύσανδρε, βάλε το ποτό μου». Μόλις κοιταχτήκαμε, όλα σταμάτησαν. Ήμουν σίγουρος ότι αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Βγήκαμε την επόμενη πάλι. Ξεκινήσαμε με πασατέμπο στη Φωκίωνος, στο παγκάκι. Λες και γνωριζόμασταν χρόνια. Τα ονόματά μας ξεχάσαμε και να τα πούμε. Λίγο έξω από το Au Revoir μου είπε ότι τη λένε Ελπίδα. Τότε της είπα ότι με λένε Δημήτρη. Λίγο μετά, μπροστά στην μπάρα, μου είπε ότι είναι αρραβωνιασμένη.
3 Ιανουαρίου 2019
«Καλά, είναι ένα μαγαζί στην Πατησίων που υπάρχει από το ‘60. Φύγαμε;» μου είπε ο Μάριος μια Παρασκευή που είχαμε στερέψει από επιλογές. «Άντε ρε. Πώς το λένε;» τον ρώτησα. «Au Revoir». «Α, ναι, το ξέρω, ρε φίλε! Πήγαινε ο πατέρας μου». Όταν μπήκαμε μέσα, ενθουσιάστηκα. Λες και έμεινε αναλλοίωτο στο χρόνο. Όπως μου το περιέγραφε ο μπαμπάς. Καθίσαμε στην μπάρα κοντά κι όταν γύρισα το βλέμμα, είδα δυο κοπέλες να τα λένε στο τραπέζι. «Πάμε ρε φίλε στα κορίτσια; Μην κωλώνεις!» είπα του Μάριου. Οπλιστήκαμε με θάρρος, πήραμε και τα ποτά μας στο χέρι και συστηθήκαμε. Καθίσαμε μαζί τους. Εγώ έπιασα κουβέντα μ’ εκείνη με τα καστανά μαλλιά και το λευκό δέρμα. «Και για πες», ξεκίνησα την πιο προσωπική κουβέντα, «πώς έμαθες για το μαγαζί;» «Α, ερχόταν η μαμά μου, η Ελπίδα». «Άντε ρε! Κι εμένα ο μπαμπάς μου, ο Δημήτρης. Λες να γνωρίζονταν;»
Πατησίων 136, Αθήνα
Τ.: 210 82 30 474
fb: @AuRevoirBar